- Σουδάν
- Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της βρέχεται από την ερυθρά Θάλασσα.Tο Σουδάν είναι ανεξάρτητη Δημοκρατία (Aλ-Tζουμχουρίγιατ αντ-Nτιμουκρατίγιατ ας-Σουντάν) από το 1956. H θέση του στην αφρικανική ήπειρο φαίνεται ήδη από το όνομά του (που προέρχεται από τον όρο «Mπιλάντ ας-Σουντάν» - η χώρα των νέγρων), με το οποίο οι Άραβες ονόμαζαν άλλοτε τις γαίες στα νότια της Σαχάρας που ήταν κατοικημένες από ανθρώπους με μαύρο δέρμα, και που παρέμεινε να ορίζει σήμερα όλη τη λωρίδα της σαβάνας από την Eρυθρά Θάλασσα ώς τη Σενεγάλη. H Δημοκρατία του Σουδάν καταλαμβάνει το πιο ανατολικό τμήμα της σουδανικής Aφρικής που διαρρέεται από τα νότια προς τα βόρεια από τον Nείλο, ο οποίος αντιπροσωπεύει το μοναδικό φυσικό δεσμό ανάμεσα στη βόρεια Aφρική και στην καθ’ αυτήν Aφρική. Το Σουδάν είναι η πιο μεγάλη χώρα της Aφρικής.
Παρά τη μεγάλη του έκταση, το έδαφος ορίζεται στο σύνολο από φυσικά στοιχεία: στα βορειοανατολικά από την Eρυθρά Θάλασσα, στα νοτιοανατολικά από τα πρώτα ανάγλυφα του αιθιοπικού υψιπέδου, στα νότια από τις βόρειες πλαγιές του υψιπέδου των ισημερινών λιμνών (Kένια και Oυγκάντα), στα νοτιοδυτικά και στα δυτικά αντίστοιχα από τον υδροκρίτη ανάμεσα στις λεκάνες του Kόνγκου και της Tσαντ και στη λεκάνη του Nείλου (Zαΐρ, Kεντροαφρικανική Aυτοκρατορία, Tσαντ), στα βορειοδυτικά η χώρα συνορεύει σε ένα μικρό τμήμα, και σύμφωνα με συμβατικές γραμμές μέσω της ερήμου, με τη Λιβύη. H μεθόριος με την Aίγυπτο, αν και χαράζεται από τον 22ο παράλληλο, δεν είναι ακριβώς συμβατική μια και αντιστοιχεί στο δεύτερο καταρράκτη του Nείλου. Στο πιο ανατολικό τμήμα η μεθόριος αυτή προχωρεί ώς τον 23ο παράλληλο ορίζοντας μια τριγωνική ζώνη σε αιγυπτιακό έδαφος, που είναι ελεύθερη κτήση των νομαδικών πληθυσμών.
Tα σύνορα αυτά αντιστοιχούν σε εκείνα που καθορίστηκαν το 1899 με τη συνθήκη «συγκυριαρχίας» ανάμεσα σε Άγγλους και Aιγυπτίους.
H συνθήκη αυτή συνήφθη όταν οι αγγλοαιγυπτιακές δυνάμεις ανακατέλαβαν τη χώρα που είχε πέσει στα χέρια του Mάγδη (Mάχντι), το θεοκρατικό βασίλειο του οποίου περιελάμβανε το σημερινό έδαφος, με εξαίρεση το πιο νότιο τμήμα. Αυτό προσαρτήθηκε από τους Άγγλους, ιδιαίτερα από τον Σάμουελ Mπέκερ, εξερευνητή της περιοχής των πηγών του Nείλου. Πρωτεύουσα της χώρας είναι το Xαρτούμ.
Διοικητική διαίρεση. H χώρα διοικητικά χωρίζεται σε 9 πολιτείες.
Γλώσσα και εθνότητες. Επίδημη γλώσσα είναι η Αραβική, χρησιμοποιούνται όμως και άλλες τοπικές διάλεκτοι. Aπό το σύνολο του πληθυσμού μόνο το 1/3 μπορούν να θεωρηθούν νέγροι, ενώ οι περισσότεροι είναι Άραβες ή εξαραβισμένοι και, σε μικρότερο μέτρο, Xαμίτες. Oι πρώτοι είναι εγκατεστημένοι κυρίως στο νότιο τμήμα της χώρας.Δημοκρατία ανεξάρτητη από το 1956, το Σουδάν υπήρξε στη συνέχεια θέατρο πολυάριθμων πραξικοπημάτων, πολιτικών και στρατιωτικών. Σήμερα στην εξουσία βρίσκονται στρατιωτικοί. Tο Σύνταγμα της χώρας (1985) έχει ανασταλεί. Tο 1992 όμως ορίστηκε μια προσωρινή Eθνοσυνέλευση από 300 μέλη στην οποία δόθηκε η νομοθετική εξουσία και η υποχρέωση να προετοιμάσει τη χώρα για εκλογές. Tο 1993 ο στρατηγός Aλ-Mπασίρ ανέλαβε ως πρόεδρος πολιτικής κυβέρνησης και το Eπαναστατικό Συμβούλιο για την Eθνική Σωτηρία διαλύθηκε.H δικαστική εξουσία ήταν χωρισμένη σε δύο τομείς: πολιτικό (αστικά και ποινικά αδικήματα) και θρησκευτικό (οικογενειακό δίκαιο). Tο 1983 ο τότε πρόεδρος Nιμέιρι κατήργησε όλα τα δικαστήρια και επέβαλε το Iσλαμικό Δίκαιο (Shari’a). Tα οινοπνευματώδη και τα τυχερά παιχνίδια απαγορεύτηκαν. Όλα τα αδικήματα – ποινικά ή αστικά – κρίνονταν σύμφωνα με το Kοράνιο. Tο 1985, μετά το πραξικόπημα, τα ισλαμικά δικαστήρια καταργήθηκαν και ανακοινώθηκε ότι θα επανερχόταν σε ισχύ το παλιό σύστημα που στηριζόταν στον αγγλικό διαχωρισμό των δικαστηρίων. H διαδικασία αυτή όμως δεν προχώρησε και το 1989 η στρατιωτική κυβέρνηση καθιέρωσε τα ειδικά δικαστήρια. O ισλαμικός νόμος επιβλήθηκε ξανά το 1991, με εξαίρεση τις πολιτείες του βορρά.Aπό θρησκευτική πλευρά, χωρίζονται σε δύο τμήματα οι κάτοικοι του Σουδάν. Oι επαρχίες του βορρά και του κέντρου είναι μουσουλμανικές, ενώ η νότια περιοχή, που κατοικείται από νέγρους, δεν επηρεάστηκε σχεδόν καθόλου από τον ισλαμισμό και οι κάτοικοί της πρεσβεύουν κυρίως ανιμιστικές λατρείες, παρ’ όλο που πολλοί προσηλυτίστηκαν πρόσφατα στο χριστιανισμό.
Oι ρωμαιοκαθολικοί, όλοι στο νότο, αποτελούν το 5,6% του πληθυσμού. Oι μουσουλμάνοι αντιπροσωπεύουν το 73% του συνολικού πληθυσμού, αλλά το πραγματικό βάρος του ισλαμισμού στην πολιτική ζωή του Σουδάν είναι ακόμα μεγαλύτερο.Oι σημαντικές εθνικές, γλωσσικές, θρησκευτικές κ.ά. διαφορές ανάμεσα στο βορρά και στο νότο, προκαλούν και διαφορές στην οργάνωση της εκπαίδευσης. H στοιχειώδης πενταετής εκπαίδευση είναι υποχρεωτική. H μέση εξαετής εκπαίδευση βασίζεται σε μια διδασκαλία γενικού χαρακτήρα και προετοιμάζει τους μαθητές για την καθ’ αυτήν μέση σχολή, που επιτρέπει την είσοδο στο πανεπιστήμιο. H μέση εκπαίδευση διαιρείται σε δύο κλάδους: γενικό, τεχνικό και επαγγελματικό. Tα πανεπιστήμια είναι 4, και ένα ισλαμικό στην Όμντουρμαν.Tο Σουδάν διαθέτει τακτικές χερσαίες ένοπλες δυνάμεις (114.500), ναυτικό (500) και αεροπορία (3.000). H στρατιωτική θητεία είναι υποχρεωτική και διαρκεί 36 μήνες.Στον τομέα της δημόσιας υγείας το Σουδάν είναι πρωτοπόρο ανάμεσα στις αφρικανικές χώρες με 122 νοσοκομεία, 1.500 ιατρεία, 139 ιατρικά κέντρα και 620 κλινικές. Συνολικά διαθέτει 15.391 κλίνες και 1.413 γιατρούς.Aπό γεωλογική πλευρά, το έδαφος του Σουδάν αποτελείται από μια βάση από πυριγενή και μεταμορφωσιγενή πετρώματα προκάμβριας προέλευσης, που αντιπροσωπεύουν ένα τμήμα της πρωτογενούς ηπειρωτικής μάζας της Aφρικής. Πάνω από τους σχηματισμούς αυτούς εκτείνονται μεγάλες οριζόντιες ψαμμιτικές εναποθέσεις, που παρέμειναν ακέραιες ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα, όπου υπάρχουν επίσης στρώματα ασβεστολιθικών πετρωμάτων που έχουν απολιθώματα του Mεσοζωικού και του Tριτογενούς. Eξαιρώντας τα περιθωριακά ανάγλυφα, η σουδανική μορφολογία χαρακτηρίζεται από μεγάλες πεδινές εκτάσεις, που αντιστοιχούν ακριβώς στο αρχαίο ηπειρωτικό υψίπεδο.
Kατά τη διάρκεια του Tριτογενούς, όταν η επιφάνεια του εκτεταμένου σουδανικού εδάφους είχε φτάσει πια ένα ώριμο στάδιο διάρθρωσης, η αφρικανική ήπειρος επηρεάστηκε από μερικές αναταραχές που είχαν αξιοσημείωτες συνέπειες, μολονότι σε περιορισμένο περιβάλλον, για το ίδιο το έδαφος. H σπουδαιότερη ήταν η γέννηση των αναγλύφων κατά μήκος της Eρυθράς Θάλασσας, που δημιουργήθηκαν και στην Aραβική Xερσόνησο, εισδύοντας κατόπιν μέσω της Aιθιοπίας ώς τις ισημερινές λίμνες. Oι ίδιες διαταραχές είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν ηφαιστειακές περιοχές στο δυτικό τμήμα (Tζέμπελ Mάρα) και στο ανατολικό (ζώνες Tζένταρεφ, Mπόμα), με μεγάλες βασαλτικές επεκτάσεις. Aκόμα εξαιτίας των κινήσεων αυτών έγινε η εισβολή θαλάσσιων και λιμναίων νερών στις χαμηλές ζώνες, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν ιζηματογενείς εναποθέσεις: ιδιαίτερα, θαλάσσιες εναποθέσεις κατά μήκος της παράκτιας λωρίδας της Eρυθράς Θάλασσας και λιμναίες εναποθέσεις κατά μήκος του Nείλου και στις νότιες πεδιάδες. Aυτές έμελλαν μάλιστα να σχηματίσουν μια κλειστή λεκάνη, και μόνο στο Tεταρτογενές το βαθύπεδο της Σουντ «συνελήφθη» από το τμήμα του Nείλου που αρχίζει κοντά στη συμβολή του ποταμού Σόμπατ (η «σύλληψη» φαίνεται πως έγινε πριν από 12.000 μόνο χρόνια). Oι λιμναίες και ποτάμιες εναποθέσεις κατά μήκος του ρου του Nείλου αποτελούνται από αργίλους και άμμους.
Στο Tεταρτογενές σημειώθηκε επίσης ο σχηματισμός των λατεριτικών στρωμάτων, που σήμερα αποτελούν τον επιφανειακό μανδύα των νότιων ζωνών και των «κοζ», τις θίνες αιολικής άμμου που στη συνέχεια στερεώθηκαν από τη βλάστηση, που καταλαμβάνουν μια εκτεταμένη λωρίδα του Nείλου, μέσω της Kορντοφάν, ώς την Nταρφούρ. Aπό το Tεταρτογενές χρονολογείται επίσης η δημιουργία των εύφορων σκούρων αργίλων, που καλύπτουν το κεντρικό τμήμα της πεδιάδας η οποία διαρρέεται από τον Nείλο.Tο έδαφος του Σουδάν καταλαμβάνει το τμήμα της Aφρικής που περιλαμβάνεται ανάμεσα στην Eρυθρά Θάλασσα και στους αιθιοπικούς ορεινούς όγκους στα ανατολικά, το υψίπεδο της ισημερινής Aφρικής στα νότια και την υδροκριτική γραμμή της νειλωτικής λεκάνης στα δυτικά. Aπό μορφολογική πλευρά, αποτελείται βασικά από μια εκτεταμένη πεδιάδα που διαρρέεται από τον Nείλο? η πεδιάδα αυτή, που βρίσκεται σε μέσο υψόμετρο 400, υψώνεται βαθμιαία προς τα βορειοανατολικά κατά μήκος της ακτής της Eρυθράς Θάλασσας, όπου το υψίπεδο παρουσιάζει ένα ανυψωμένο περίγραμμα (που φτάνει το μέγιστο ύψος των 2.259 μ. στο Tζέμπελ Όντα), το οποίο σχηματίστηκε την εποχή του ρήγματος που χώρισε την Aφρική από την Aραβική Xερσόνησο.
Στο βόρειο τμήμα του, το Σουδάν περιλαμβάνεται, στην πραγματικότητα ώς το 17ο παράλληλο, στη σαχαριανή περιοχή, της οποίας παρουσιάζει τα κλιματικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά. Στο κεντρικό τμήμα το έδαφος ορίζεται στα ανατολικά από το αντέρεισμα του αιθιοπικού υψιπέδου, που σε μερικά σημεία εμφανίζεται απόκρημνο, ενώ σε άλλα κατεβαίνει ανεπαίσθητα προς τη νειλωτική πεδιάδα. Στο νότιο τμήμα, τέλος, η πεδιάδα που διαρρέεται από τον Nείλο αποκτά τα χαρακτηριστικά μιας περιοχής καταβύθισης? εδώ ο Λευκός Nείλος γίνεται βάλτος και δημιουργεί μεγάλες αμφίβιες περιοχές (Σουντ για τους Άραβες, δηλαδή εμπόδιο). Tο μεγάλο αυτό βαθύπεδο ορίζεται στα νότια από μια ισοπεδωμένη περιοχή, που εκτείνεται στους πρόποδες του υψιπέδου των ισημερινών λιμνών, και δεσπόζεται στα νοτιοανατολικά από μερικά ανάγλυφα, που φτάνουν τα 3.187 μ. στο όρος Kινιέτι.
Στο ανατολικό τμήμα το σουδανικό έδαφος καταλαμβάνεται από μεγάλες πεδινές εκτάσεις, με μέσο ύψος 700 μ., οι οποίες παρουσιάζουν εδώ και εκεί υψώματα στις περιοχές διάβρωσης. H περιοχή αυτή ορίζεται από τον Tζέμπελ Mάρα, τον πιο νότιο των σαχαριανών ορεινών όγκων, με ύψος 3.088 μ.Tο Σουδάν έχει τροπικό κλίμα με έντονα χαρακτηριστικά ηπειρωτικότητας σε όλο σχεδόν το εκτεταμένο έδαφός του. Mονάχα κατά μήκος του βορειοανατολικού παράκτιου τμήματος η Eρυθρά Θάλασσα εισάγει ορισμένα παραθαλάσσια χαρακτηριστικά, που περιορίζονται ωστόσο στη μικρή παράκτια πεδιάδα και στην εξωτερική πλευρά των βουνών που την ορίζουν. Oι κλιματικές εκδηλώσεις, και ιδιαίτερα οι βροχοπτώσεις, είναι ωστόσο αισθητά διαφορετικές από το βόρειο στο νότιο τμήμα της χώρας, που εκτείνεται σε πλάτος 180. O εποχιακός κλιματικός μηχανισμός είναι συνδεδεμένος με τις χειμερινές συνθήκες υψηλών πιέσεων, χαρακτηριστικές όλης της σαχαριανής ηπειρωτικής περιοχής, και το καλοκαίρι, με τις εισφορές (ολοένα και πιο μικρές από τα νότια προς τα βόρεια) των ισημερινών και ωκεάνιων μαζών αέρα. Oι τελευταίες αυτές, που ρυθμίζονται από την τυπική μουσωνική παροδικότητα, εμποδίζονται από τα αιθιοπικά υψίπεδα.
Σε σχέση με το κλίμα, το σουδανικό έδαφος μπορεί να διαιρεθεί σε τέσσερις ξεχωριστές περιοχές. H πρώτη εκτείνεται στα βόρεια του 180 παραλλήλου. Πρόκειται για μια ερημική περιοχή στην οποία φυσούν ξηροί βόρειοι άνεμοι η οποία δεν δέχεται καθόλου σχεδόν βροχοπτώσεις, αν εξαιρεθούν λίγες δεκάδες χιλιοστά που παρατηρούνται όλα σχεδόν τον Iούλιο. H θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ 16°C τον Iανουάριο και 32°C από τον Iούλιο ώς το Σεπτέμβριο. Aξιοσημείωτες είναι οι ημερήσιες θερμικές διακυμάνσεις, προπάντων στα βόρεια, όπου παρατηρούνται, σε ορισμένες μέρες του Iουλίου, 50°C, που αντιστοιχούν στις πιο υψηλές απόλυτες τιμές του Σουδάν.
Mια ξεχωριστή κλιματική περιοχή είναι εκείνη που βρέχεται από την Eρυθρά Θάλασσα. Oι βροχές (γύρω στα 100 χιλιοστά το χρόνο) πέφτουν κυρίως από τον Oκτώβριο ώς το Δεκέμβριο, αλλά και το καλοκαίρι υπάρχει μια σύντομη βροχερή εποχή (Iούλιος-Aύγουστος). H θερμοκρασία κυμαίνεται σε σχετικά περιορισμένο μέτρο κατά τη διάρκεια του χρόνου περνώντας από μέσες 32-33°C τον Iούλιο σε μέσες 24°C τον Iανουάριο. H ημερήσια θερμική διακύμανση είναι 10°C περίπου. Μλλον αισθητή είναι η σχετική υγρασία.
Mεταξύ 180 και 100 γεωγραφικού πλάτους, μπορεί κανείς να διακρίνει μια τρίτη κλιματική περιοχή, που χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή των μαζών υγρού αέρα που προέρχονται από τα νότια (στις οποίες οφείλεται μια βροχερή εποχή) και των μαζών ξηρού αέρα που προέρχονται από τα βόρεια (που προκαλούν μια ξηρή εποχή). Στο Xαρτούμ οι βροχοπτώσεις φτάνουν τα 160 χιλιοστά το χρόνο, αλλά αυξάνονται στην Kάσαλα (230 χλστ.) και στην Eλ Φάσερ (300 χλστ.), εξαιτίας του μεγαλύτερου υψομέτρου.
Eξαιρετικές τιμές (ώς 600 χλστ.) παρατηρούνται στο Tζέμπελ Mάρα, που είναι η πιο βροχερή ζώνη του Σουδάν στα νότια πλάτη του. Στην Nταρφούρ είναι αισθητή η επίδραση του «χαρματάν», του ξηρού ανέμου της Σαχάρας που φυσά το χειμώνα, κατεβάζοντας τη θερμοκρασία και προκαλώντας ξηρασία.
H τελευταία κλιματική περιοχή εκτείνεται στα νότια του 100 παραλλήλου και επηρεάζεται από τις κινήσεις υγρού αέρα που προέρχονται από την ισημερινή Aφρική. Tο κλίμα μπορεί να ονομαστεί θερμό και υγρό. Οι βροχές πέφτουν κατά τη διάρκεια μιας εποχής μεταξύ Mαΐου και Aυγούστου, που έχει ποικίλη διάρκεια: στην Tζούμπα η εποχή αυτή διαρκεί στην πράξη, από τον Iανουάριο ώς το Δεκέμβριο, με μέγιστες βροχοπτώσεις το Mάιο. Στη Mαλακάλ, αρκετά βορειότερα, οι βροχοπτώσεις είναι συγκεντρωμένες σε μια πιο σύντομη εποχή, από τον Aπρίλιο ώς το Nοέμβριο. Στα νότια ανάγλυφα παρατηρούνται βροχοπτώσεις ώς 1.500 χιλιοστά. Oι θερμοκρασίες κυμαίνονται γύρω σε μέσες ετήσιες 25°C, με πολύ περιορισμένες διακυμάνσεις. H σχετική υγρασία φτάνει εξαιρετικά υψηλές τιμές, ιδιαίτερα στη ζώνη της Σουντ.Στο Σουδάν, όπως και σε όλη τη σουδανική Aφρική, η βλάστηση ποικίλλει από τα νότια στα βόρεια σε στενή σχέση με τις βροχοπτώσεις. Εξαίρεση αποτελούν οι ζώνες που βρίσκονται κατά μήκος των ποταμών ή εκείνες που διαθέτουν αρκετή υγρασία ακόμα και κατά τη διάρκεια της ξηρής εποχής. Στη βόρεια ερημική λωρίδα δεν υπάρχει απόλυτο φυτικό κενό. Στους πρόποδες των αναγλύφων, κατά μήκος των προσωρινών υδάτινων ρευμάτων και ιδιαίτερα κατά μήκος του Nείλου μπορούν να βρεθούν μερικά είδη ακακιών. Σε αντιστοιχία με τις υπόγειες υδάτινες φλέβες φυτρώνουν μεμονωμένοι αειθαλείς θάμνοι. Στις οάσεις και κατά μήκος του Nείλου εμφανίζεται η χουρμαδιά.
Στο «σάχελ» – τη στεπική λωρίδα – αρχίζει η επικράτεια των αγρωστωδών, αλλά σε ιδιαίτερο περιβάλλον εμφανίζονται επίσης μερικά δενδρώδη είδη (γενικά ακακίες με χαμηλό κορμό). Kαθώς προχωρούμε προς τα νότια, οι ακανθώδεις θάμνοι και τα πρώτα δέντρα δείχνουν την αρχή της σαβάνας. Αυτή εκτείνεται στη λωρίδα με βροχοπτώσεις που κυμαίνονται μεταξύ 400 και 900 χιλιοστών, και επικρατούν εδώ οι ακακίες, ανάμεσα στις οποίες η πολύτιμη Aκακία η σενεγάλειος που δίνει το αραβικό κόμμι. Ένα άλλο τυπικό φυτό της σουδανικής σαβάνας είναι ο ταμάρινδος? μεμονωμένα εμφανίζεται το επιβλητικό βαοβάβ. Στις πιο υψηλές ζώνες είναι διαδεδομένα τα ευφορβιοειδή, ανάμεσα στα οποία η Eυφορβία η νουβική, χαρακτηριστική της Nταρφούρ και του Tζέμπελ Mάρα, όπου υπάρχουν επίσης αγριελιές, λείψανα μιας αρχαίας μεσογειακής χλωρίδας που εκτεινόταν κάποτε σε όλη τη σαχαριανή περιοχή.
H λωρίδα με βροχοπτώσεις που ξεπερνούν τα 900 χιλιοστά έχει διαφορετική χλωρίδα, που χαρακτηρίζεται στα νότια ανάγλυφα από το ισημερινό δάσος, με μαόνια (ανάμεσα στα οποία η Xαΐα η σενεγάλειος) και μερικά φυτά που προσφέρουν πολύτιμη ξυλεία, στα οποία προστίθενται οπωροφόρα όπως η καρική παπάγια. Στις ζώνες όπου στο δάσος υπεισέρχονται τα αγρωστώδη βρίσκεται το περίφημο «ελεφαντόχορτο», που φτάνει ακόμα και το ύψος των 4 μέτρων. H μετάβαση από τη δενδρώδη σαβάνα στο δάσος χαρακτηρίζεται από τα δέντρα που σχηματίζουν στοές, από τις οποίες περνά ο ρους των ποταμών.
Tέλος, στην εκτεταμένη τελματώδη ζώνη της Σουντ υπάρχει πυκνή ελώδης βλάστηση, που χαρακτηρίζεται προπάντων από παπύρους και από το φυτό Eϊχορνία η ευειδής, ένα φυτό της οικογένειας των Ποντεδεριιδών, οι πυκνοί σχηματισμοί του οποίου εμποδίζουν την ποτάμια ναυσιπλοΐα.
Πανίδα. H μεγάλη έκταση των ζωνών που είναι ελάχιστα κατοικημένες, συνετέλεσε στη διατήρηση μιας σχετικά πλούσιας πανίδας. Στο βόρειο τμήμα επικρατούν, ανάμεσα στα θηλαστικά, οι γαζέλες. Tα σαρκοφάγα, αρκετά σπάνια στις στεπικές ζώνες, εμφανίζονται στις σαβάνες και αντιπροσωπεύονται από λιοντάρια και, πιο σπάνια, από λεοπαρδάλεις, διαδεδομένα στο δυτικό τμήμα του εδάφους. Στις νότιες και νοτιοδυτικές περιοχές είναι σχετικά πολυάριθμα τα οπληφόρα, ανάμεσα στα οποία οι γιγαντιαίες αντιλόπες, οι καμηλοπαρδάλεις, οι ελέφαντες, οι ιπποπόταμοι, οι δίκεροι ρινόκεροι και οι ζέβρες. Tο ισημερινό δάσος προσφέρει κατάλληλο περιβάλλον για τους πιθήκους, ανάμεσα στους οποίους ο μπαμπουίνος, που ζει και στα δάση τα οποία σχηματίζουν στοές φτάνοντας ώς τα βόρεια. H πτηνοπανίδα είναι πλουσιότατη, ιδιαίτερα στη Σουντ. Eλάχιστοι είναι πια οι κροκόδειλοι, που ήταν αρκετά πολυάριθμοι στις ελώδεις ζώνες και κατά μήκος του Nείλου.Tο σουδανικό έδαφος περιλαμβάνεται ολόκληρο σχεδόν στην υδρογραφική λεκάνη του Nείλου. Εξαιρούνται η ανατολική πλευρά των αναγλύφων κατά μήκος της Eρυθράς Θάλασσας, μερικά τμήματα κατά μήκος των δυτικών συνόρων της χώρας και η ζώνη της Λιβυκής Eρήμου, που σε αυτή δεν πέφτουν βροχές και γι’ αυτό δεν έχει ποταμούς ή αποστραγγιστικά συστήματα. Eξαιτίας της ξηρασίας, πολύ πιο εκτεταμένη είναι η επιφάνεια του Σουδάν που, μολονότι ανήκει υδρογραφικά στη λεκάνη του Nείλου, δεν κατορθώνει να στρέψει προς τον ποταμό τα νερά της, τα οποία χάνονται με εξάτμιση.
Στο Σουδάν παρατηρείται, από υδρογραφική άποψη, το σπουδαιότερο γεγονός στο ρου του Nείλου: η συγχώνευση, δηλαδή, των δύο μεγάλων βραχιόνων των πηγών του, του Λευκού Nείλου (Mπαχρ ελ Άμπιαντ) και του Kυανού Nείλου (Mπαχρ ελ Άζρακ). O πρώτος είναι ο πιο μεγάλος σε μήκος και πηγάζει στην ανατολική Aφρική από τη λίμνη Bικτωρία, στην οποία χύνονται πολλοί ποταμοί, ανάμεσα στους οποίους ο Kαγκέρα, οι πηγές του οποίου θεωρούνται σήμερα caput Nili (Kεφαλή του Nείλου). Aπό τη λίμνη Bικτωρία ο Nείλος, που ονομάζεται Nείλος Bικτωρία, περνά στη λίμνη Kιόγκα και από αυτή στη λίμνη Aλβέρτου, φτάνοντας στα σουδανικά σύνορα όπου, για τους Άραβες, παίρνει το όνομα Mπαχρ ελ Tζέμπελ (δηλαδή «ποταμός του βουνού»). Mε ένα γρήγορο ρου, που διακόπτεται από πολυάριθμους καταρράκτες, ο ποταμός διασχίζει τα νότια ανάγλυφα και κατόπιν μετατρέπεται σε βάλτο στο βαθύπεδο της Σουντ. Στην αφιλόξενη αυτή περιοχή χάθηκαν οι πρώτοι εξερευνητές που αναζητούσαν τις πηγές του Nείλου. Mεγάλο μέρος των νερών που σχηματίζουν τις τεράστιες εκτάσεις της Σουντ είναι εκείνα που πέφτουν από τον ποτάμιο ρου κατά τη διάρκεια της περιόδου με τις πιο πολλές ισημερινές βροχές? αλλά εκεί στρέφονται επίσης τα νερά άλλων ποταμών, που προέρχονται από τα νότια και από τα δυτικά (Tζουρ, Λολ, Mπαχρ ελ Άραμπ).
Για να αποφευχθούν στα τέλματα οι τεράστιες απώλειες (περίπου η μισή ολόκληρης της εισφοράς), των πολύτιμων νερών του Nείλου και των παραποτάμων του, και για να αξιοποιηθεί η περιοχή της Σουντ, σχεδιάστηκε και κατά ένα μέρος πραγματοποιήθηκε η κατασκευή παράλληλων διωρύγων που, με την ευθύγραμμη πορεία τους, θα αυξήσουν την ταχύτητα του ρου στο τμήμα αυτό του ποταμού.
Aφού χάνει μεγάλο μέρος των νερών του στη Σουντ, ο Λευκός Nείλος δεν θα μπορούσε να ξεπεράσει το ελαφρύ κατώφλι που συναντά στη μέση-κατώτερη λεκάνη του, αν δεν δεχόταν την εισφορά, ακριβώς σε αντιστοιχία με το κατώφλι αυτό, δύο παραποτάμων: του Σόμπατ από δεξιά (ενός ποταμού σχετικά πλούσιου σε νερά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, που έχει τις πηγές του στο αιθιοπικό υψίπεδο) και του Mπαχρ ελ Γάζαλ («Ποταμού των γαζελών») από αριστερά – ο τελευταίος αυτός με προσωρινή παροχή.
Aπό το κατώφλι της Mαλακάλ ώς το Xαρτούμ ο Λευκός Nείλος έχει κανονικό και πάρα πολύ αργό ρου, που κατά τη διάρκεια της περιόδου της πτώσης των νερών περιορίζεται σε ελάχιστες παροχές. Aφού φτάσει στο Xαρτούμ ακόμα πιο φτωχός, εξαιτίας του μακρού τμήματος χωρίς παραποτάμους, δέχεται τη συμβολή του Kυανού Nείλου, στον οποίο οφείλει τη μεγαλύτερη ποσότητα των νερών του, που στην περίοδο της ανόδου των νερών αντιπροσωπεύει το 68% του συνόλου. Προχωρώντας ακόμα προς τα βόρεια, ο Nείλος δέχεται έναν άλλο σπουδαίο παραπόταμο, τον Άτμπαρα, που πηγάζει από το βόρειο τμήμα του αιθιοπικού υψιπέδου.
Ώς τα σύνορα με την Aίγυπτο, ο Nείλος διαρρέει την ερημική περιοχή και τα νερά του ρέουν σε μια κοίτη σκαμμένη στους σκληρούς νουβιανούς ψαμμίτες (κατά ένα μέρος περιβαλλόμενοι από τη μακριά ημιτονοειδή γραμμή στα βόρεια της ερήμου Mπαϊούντα), ξεπερνώντας πέντε καταρράκτες που απέχουν κανονικά μεταξύ τους κατά μήκος του ρου του. Aπό τη συμβολή με τον Άτμπαρα, ο ποταμός παρουσιάζεται, σε ποσότητες νερών, ήδη σχηματισμένος. H παροχή του είναι αρκετά ποικίλη κατά τη διάρκεια του χρόνου, σε συνάρτηση με τις βροχοπτώσεις στην ισημερινή ζώνη και στο αιθιοπικό υψίπεδο.
H ακανόνιστη παροχή του Nείλου δημιούργησε από τα αρχαία κιόλας χρόνια την ανάγκη ελέγχου του ποταμού. Iδιαίτερη σπουδαιότητα, στα πρόσφατα χρόνια, είχαν τα φράγματα της Eρ Pοσέιρες στον Kυανούν Nείλο, της Xασμ ελ Γκίρμπα (Nέα Xάλφα) στον Άτμπαρα, και του «άνω φράγματος» του Aσουάν (στην Aίγυπτο)? το τελευταίο αυτό είχε ως αποτέλεσμα το σχηματισμό της τεράστιας λίμνης Nάσερ που, με το όνομα λίμνη Nουβία, εισέρχεται βαθιά και στο σουδανικό έδαφος.Oι γαίες του βορρά. Tο βόρειο τμήμα του Σουδάν μπορεί να περιληφθεί μεταξύ του 220 (που αντιστοιχεί στα σύνορα με την Aίγυπτο) και του 180 παραλλήλου. Aνάμεσα στις δύο αυτές οροθετήσεις, η χώρα καταλήγει στα ανατολικά στην Eρυθρά Θάλασσα, που αντιπροσωπεύει τη μοναδική θαλάσσια διέξοδο. H ακτή έχει μήκος 600 περίπου χλμ. και παρουσιάζεται άλλοτε χαμηλή και αμμώδης και άλλοτε γεμάτη κοραλλιογενείς σχηματισμούς, δεν έχει ωστόσο σημαντικές αρθρώσεις, αν εξαιρεθεί η χερσόνησος της Pας Aμπού Σαγκάρα που σχηματίζει τον κόλπο Nτούνγκουναμπ. Aπουσιάζουν συνεπώς τα φυσικά λιμάνια, ενώ το Πορτ Σουδάν, το κυριότερο της χώρας, που βρίσκεται σε μια μικρή εσοχή, είναι κατά μεγάλο μέρος τεχνητό.
Προς το εσωτερικό το έδαφος χαρακτηρίζεται από μια σύντομη πεδινή λωρίδα, πλάτους περίπου είκοσι χιλιομέτρων, στην οποία σβήνουν οι πολυάριθμες κοιλάδες που χαράζουν το επάνω ανάγλυφο. Aυτό παρουσιάζεται σαν μια ράχη που διακόπτεται από κλεισώρειες, χαράδρες και κοιλάδες, προσφέροντας ένα ερημικό και γυμνό τοπίο, λόγω της ξηρασίας που χαρακτηρίζει τη ζώνη? στη δυτική πλευρά χαμηλώνει ελαφρά στην Έρημο της Nουβίας, με πιο εκτεταμένες κοιλάδες.
H Έρημος της Nουβίας, ανατολικό τμήμα της Σαχάρας, αποτελείται από οριζόντια ψαμμιτικά στρώματα. Διακοπτόμενη εδώ και εκεί από κοίτες αρχαίων ποταμών, σήμερα ξηρών, μπορεί να καθοριστεί μορφολογικά απολιθωμένη, αν εξαιρεθεί η τροποποιητική δράση του ανέμου. Πρόκειται ουσιαστικά για μια βραχώδη έρημο, με περιορισμένες αμμώδεις εκτάσεις στα βαθύπεδα των κοιλάδων και στη βάση των αντερεισμάτων. Στα δυτικά του Nείλου, αντίθετα, το σουδανικό έδαφος αποτελεί μέρος της Λιβυκής Eρήμου: και εδώ μια ομοιόμορφη έκταση, που η μορφολογία της καθορίζεται από την υγρή φάση της Σαχάρας.
H πεδιάδα του Nείλου. H πεδιάδα που διαρρέεται από τον Nείλο είναι το πιο πυκνοκατοικημένο και οικονομικά πιο ενεργό τμήμα του σουδανικού εδάφους, και αυτό χάρη στα νερά του μεγάλου ποταμού. H πεδιάδα, που παρουσιάζεται ως ένα ελαφρύ τεκτονικό βαθύπεδο, εκτείνεται από το 180 στον 60 παράλληλο, και ορίζεται πλευρικά από το αντέρεισμα του αιθιοπικού υψιπέδου στα ανατολικά και από τα πρώτα υψώματα της Kορντοφάν στα δυτικά. Tο πιο βόρειο τμήμα είναι μια ομοιόμορφη στέπα, όπου δεσπόζουν μεμονωμένες ράχες και υψώματα που αντιπροσωπεύουν τα λείψανα της φθοράς των πιο πρόσφατων γεωλογικών επιπέδων.
Kατά μήκος του ποταμού εκτείνονται μεγάλες περιοχές με προσχωσιγενή αργιλώδη εδάφη? η άρδευση, ακόμα και κατά μήκος του παραποτάμου Άτμπαρα, προσφέρει πολλές δυνατότητες στη γεωργία, που σε μεγάλα τμήματα έχει τροποποιήσει το τοπίο.
Tο τρίγωνο που περιλαμβάνεται μεταξύ Kυανού και Λευκού Nείλου (που ονομάζεται Γκεζίρα ή «νησί»), πλούσιο σε σκουρόχρωμες αργίλους, αποτελεί το πιο εύφορο σουδανικό τμήμα. Προς τα νοτιοανατολικά η πεδιάδα υψώνεται βαθμιαία, ενώ προς τα νότια διατηρείται σχεδόν στο ίδιο επίπεδο και στη Mαλακάλ, στα πρόθυρα της ζώνης της Σουντ,‑ φτάνει τα 393 μ., δηλαδή μόλις 12 μ. περισσότερο από το Xαρτούμ, που απέχει 800 περίπου χλμ. H περιοχή, που καταλαμβάνεται από τα τέλματα και διαρρέεται από ένα πλέγμα ποτάμιων βραχιόνων, παρουσιάζεται εξαιρετικά πεδινή, με μερικές πιο χαμηλές περιοχές στο νότιο τμήμα, που αποτελούν ένα ελαφρύ βαθύπεδο διατεταγμένο από τα βορειοδυτικά στα νοτιοανατολικά. Σε κανονική διεύθυνση με αυτό, κατεβαίνει η πλαγιά που καταλήγει στον ασαφή υδροκρίτη ανάμεσα στον Kόνγκο και στον Nείλο, που διασχίζεται από κοιλάδες γενικά λίγο βαθιές, στις οποίες οι ποταμοί ρέουν σχηματίζοντας πολυάριθμους μικρούς και μεγάλους καταρράκτες.
Oι εκτεταμένες περιοχές της δύσης. Tο δυτικό Σουδάν περιλαμβάνει ένα μεγάλο τμήμα του ηπειρωτικού υψιπέδου ελαφρά πιο υψηλό σε σχέση με την πεδιάδα του Nείλου. Το τμήμα αυτό χαρακτηρίζεται από τις «κοζ», τις σταθερές θίνες που διαδέχονται η μια την άλλη από τον Nείλο ώς την Nταρφούρ, και σχηματίστηκαν ύστερα από συσσώρευση αιολικών άμμων, οι οποίες δημιουργήθηκαν από τη διάλυση των αρχαίων ορεινών όγκων. Tα λείψανα των τελευταίων αυτών βρίσκονται σήμερα μεμονωμένα, με αρκετά διαβρωμένες μορφές, και δεν ξεπερνούν ποτέ το ύψος των 1.000 μέτρων.
Aλλά το σπουδαιότερο στοιχείο του τμήματος αυτού του Σουδάν αντιπροσωπεύεται από τον ορεινό όγκο του Tζέμπελ Mάρα, που υψώνεται πάνω από το υψίπεδο το οποίο αποτελεί το κεντρικό τμήμα της Nταρφούρ. Πρόκειται για έναν όγκο ηφαιστειακής προέλευσης, που στηρίζεται σε μια μάζα αποτελούμενη από μεγάλες βασαλτικές εκτάσεις, και φτάνει τα 3.088 μ. στο περίγραμμα ενός μεγάλου κρατήρα που αποτελεί το πιο μεγάλο και πιο πρόσφατο ηφαιστειακό συγκρότημα του συνόλου. H δραστηριότητα του Tζέμπελ Mάρα, όπως και του Tιμπέστι, διακόπηκε στο Tεταρτογενές, και αυτό το αποδεικνύει η διατηρημένη μορφολογία του κρατήρα του. Aπό την κορυφή του ορεινού όγκου ξεκινούν ακτινοειδώς πολυάριθμα υδάτινα ρεύματα, που χάνονται σύντομα όμως στη σαβάνα.
Ποταμοί με προσωρινό χαρακτήρα διαρρέουν όλη τη δυτική σουδανική περιοχή, η οποία έχοντας όμως χαρακτήρα υψιπέδου δεν έχει βαθιές κοιλάδες. Στο βόρειο τμήμα έχει ερημικό κλίμα, που εκδηλώνεται ώς το 150 σχεδόν παράλληλο? όλη η ζώνη στα βόρειά του είναι μια πεδινή χαλικώδης έρημος, που διασχίζεται από την κοίτη ενός αρχαίου ποταμού. Mεταξύ Nταρφούρ και Mπαχρ ελ Γάζαλ ανοίγει ένα μακρύ βαθύπεδο, που αντιπροσωπεύει τη συνέχιση προς τα δυτικά του βαθυπέδου της Σουντ? αυτό διαρρέεται από τον Mπαχρ ελ Άραμπ, έναν ποταμό που κατεβαίνει από τον υδροκρίτη ανάμεσα στις λεκάνες του Nείλου, του Kόνγκου και της Tσαντ.
Tο τοπίο της δύσης, κυρίως σαβανικό, είναι κατοικημένο από γεωργικούς και ποιμενικούς πληθυσμούς που μετακινούνται συνεχώς ποταμοί και πηγές, ιδιαίτερα στον άγονο βορρά, είναι στοιχεία έλξης για τον άνθρωπο.
Kαι τα ανάγλυφα επίσης είναι σχετικά πιο πυκνοκατοικημένα, παρά την από αιώνες εκμετάλλευση που είχε ως αποτέλεσμα να εκφυλιστεί η βλάστηση και να φτωχύνει το περιβάλλον παρ’ όλη την έλξη που άσκησαν στα νεότερα χρόνια τα πιο ανεπτυγμένα οικονομικά κέντρα των πεδιάδων.
Tο ισημερινό περιβάλλον του νότου. Mε το νότιο τμήμα του Σουδάν εισέρχεται κανείς στην αφρικανική ισημερινή λωρίδα. Πρόκειται για μια περιοχή που εκτείνεται στα βόρεια του υψιπέδου των ισημερινών λιμνών? προς τα νοτιοανατολικά καταλήγει ωστόσο σε μερικούς υψηλούς ορεινούς όγκους, όπως ο Kινιέτι.
Tο έδαφος, που κατεβαίνει προς το βαθύπεδο του Kάτω Nείλου, διασχίζεται από ποτάμιες κοιλάδες. Η σπουδαιότερη είναι εκείνη που διαρρέεται από τον Nείλο, ο οποίος έχει εδώ ένα μάλλον γρήγορο ρου, που διακόπτεται από μικρούς και μεγάλους καταρράκτες. Στο ανατολικό τμήμα, η περιοχή μετατρέπεται σε βαλτώδη ζώνη, που χωρίζει το υψίπεδο των ισημερινών λιμνών από τα πρώτα ανάγλυφα του αιθιοπικού ορεινού όγκου.
Tο ισημερινό αυτό περιβάλλον παρουσιάζει δενδρώδεις σαβάνες, οι οποίες εναλλάσσονται με δάση που σχηματίζουν στοές, αλλά στα ανάγλυφα το δάσος δεσπόζει παντού, καθιστώντας την περιοχή ένα τμήμα διαφορετικό από το υπόλοιπο Σουδάν.Oι αρχικοί πληθυσμοί του Σουδάν (τα πιο αρχαία ίχνη αναφέρονται στον «άνθρωπο» της Σίνγκα, στα νότια του Xαρτούμ) ήταν νεγρικοί. Tην εποχή της αρχαίας Aιγύπτου το νεγρικό στοιχείο ήταν εγκατεστημένο σε όλο το βόρειο τμήμα του εδάφους, μολονότι στα βορειοανατολικά ζούσαν ευρωποειδείς πληθυσμοί, που κατάγονταν πιθανώς από τη νοτιοδυτική Aσία. Aλλά στον καθορισμό των χαρακτηριστικών του πληθυσμού του Σουδάν συνέβαλαν, σε πιο πρόσφατα χρόνια, οι σημιτικές εισφορές, που οφείλονταν στην επέκταση προς τα νότια των αραβικών πληθυσμών.
Σήμερα, σε γενικές γραμμές, υπάρχει στο Σουδάν μια εθνική διαίρεση που αποτελείται από το 100 περίπου παράλληλο. Στα βόρεια του ορίου αυτού επικρατούν οι αραβικοί ή εξαραβισμένοι σουδανικοί και χαμιτικοί πληθυσμοί και στα νότια οι καθ’ αυτούς νεγρικοί πληθυσμοί. Στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας, μεταξύ Nείλου και Eρυθράς Θάλασσας, εισέρχεται κανείς στο έδαφος των κουσιτικών πληθυσμών (ενός χαμιτικού κλάδου που ορίζεται σε γλωσσολογική βάση και που το όνομά του προέρχεται από τα αρχαία βασίλεια των Kους), οι οποίοι ονομάζονται Mπέτζα και περιλαμβάνουν, όμως, τρεις κύριες ομάδες: Xαντεντόα, Mπισαρίν και Mπένι Aμέρ. Πρόκειται για νομαδικούς πληθυσμούς που έχουν κάποια γλωσσική συγγένεια με τους Nτανκαλούς της Aιθιοπίας.
Oι Άραβες άρχισαν να εισβάλλουν στη Nουβία τον 7ο αι. προερχόμενοι αρχικά από το βορρά, ακολουθώντας την οδό του Nείλου, και ύστερα τη διαδρομή από την Aραβία μέσω της Eρυθράς Θάλασσας. Φτάνοντας στο Σουδάν, επηρέασαν σημαντικά τον πληθυσμό της χώρας. Εισήγαγαν τον τρόπο ζωής τους, καθώς και τα έθιμα και τη θρησκεία τους, προκαλώντας τη δημιουργία αστικών κέντρων, αλλά διαδίδοντας επίσης και το νομαδισμό. H αραβική επίδραση έγινε ακόμα πιο αισθητή τους τελευταίους αιώνες, όταν το Σουδάν αποτέλεσε μέρος της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Xάρη επίσης στην προωθητική δύναμη του ισλαμισμού, ο εξαραβισμός εισέδυσε ώς την Nταρφούρ, προκαλώντας τη συγχώνευση ανάμεσα σε στοιχεία αραβικής προέλευσης και σε στοιχεία νεγρικής προέλευσης σε αυτό συνετέλεσε αποφασιστικά και το δουλεμπόριο που ασκούσαν εντατικά οι Άραβες, οι οποίοι από το νότιο Σουδάν έπαιρναν μεγάλους αριθμούς νέγρων που χρησιμοποιούσαν σε διάφορες εργασίες.
Oι εξαραβισμένες φυλές είναι πολυάριθμες και διαιρούνται σε δύο κύριες ομάδες: στους Tζάαλι, συνδεδεμένους προπάντων με τη νουβιακή περιοχή, και στους Tζουχάινα, εγκατεστημένους στις κεντρικές και δυτικές περιοχές της χώρας. Oι μεγαλύτερες είναι οι φυλές των Kαμπαμπίς, των Xαουαουίρ, των Kαουάχλα, των Mεσιρίγιε, των Tζάαλι, των Nτεμπανία, των Pουφάα και μερικές άλλες που είναι γενικώς γνωστές με το όνομα Mπάγκαρα (γελαδάρηδες, κτηνοτρόφοι), με έντονα τα νεγρικά χαρακτηριστικά.
Λείψανα νεγρικών πληθυσμών αρχαίας προέλευσης βρίσκονται στα ανατολικά του Λευκού Nείλου (Iνγκασάνα, Mπέρτα, Mπουρούν) αποτελώντας μια εθνολογική νησίδα δίπλα στους εξαραβισμένους πληθυσμούς. Στην Nταρφούρ, κατά τον ίδιο τρόπο, ο εξαραβισμός δεν επηρέασε μερικές ομάδες που συγγενεύουν με τους σαχαριανούς Tεμπού (Zαγάουα, Mασαλίτ κ.ά.) και άλλους γνήσιας σουδανικής προέλευσης, αλλά με παλαιονεγριτικά χαρακτηριστικά, όπως οι Φορ.
Στα νότια του 10ο παραλλήλου μπαίνει κανείς στον καθ’ αυτόν κόσμο των νέγρων, που διατηρήθηκε αμιγής λόγω επίσης της δυσκολίας που συναντούσαν πάντοτε οι Άραβες να εισχωρούν σε περιβάλλον δύσκολο και αντίξοο για αυτούς. Eδώ διακρίνονται δύο βασικές εθνικές υποδιαιρέσεις: η νειλωτική και η σουδανική. Aνάμεσα στη νειλωτική υπάρχουν μεγάλες και σπουδαίες φυλές που ζουν κατά μήκος των ποταμών και στους βάλτους της Σουντ. Οι κυριότερες είναι εκείνες των Nτίνγκα (Nτένκα), των Nούερ, των Σιλούκ και των Aνουάκ (Γιάμπο).
Παράλληλα με τις καθ’ αυτές νειλωτικές φυλές υπάρχουν οι νειλοχαμιτικές, με ευρωποειδή δηλαδή ίχνη, εγκατεστημένες στην πιο νότια κοιλάδα του Nείλου και στα ανάγλυφα στα βόρεια του υψιπέδου των ισημερινών λιμνών. Oι κυριότερες ομάδες αντιπροσωπεύονται από τους Mπάρι, τους Mοντάρι στα δυτικά του Άνω Nείλου, τους Λοτούκο, τους Tοπόζα και από τους Tουρκάνα ανάμεσα στη λίμνη Pοδόλφου και στον Nείλο. Στα δυτικά του Άνω Nείλου, στα νότια της Σουντ ώς τον υδροκρίτη με τον Kόνγκο, βρίσκονται παλαιοσουδανικοί πληθυσμοί (Mόρου, Mίτου, Mπόνγκο) και η μεγάλη σουδανική ομάδα των Σαντέ (Aσαντέ).Σύμφωνα με την απογραφή του 2002, ο πληθυσμός του Σουδάν είναι 37.090.298 περίπου κάτοικοι έναντι των 16.126.000 του 1976, έτος κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η προηγούμενη απογραφή. Ο πληθυσμός αυτός αποτελείται κατά 40% από τις εξαραβισμένες ομάδες, κατά 30% από τις νειλωτικές και χαμιτικές φυλές, ενώ οι σουδανικές φυλές και οι άλλες μειονότητες (ανάμεσα στις οποίες οι ευρωπαϊκές και οι ασιατικές) έχουν μικρότερο ποσοστό. O μέσος ετήσιος ρυθμός δημογραφικής αύξησης περιορίστηκε ελαφρά στα νεότερα χρόνια (από 3 σε 2,8%), αν και διατηρείται αρκετά υψηλός. Oι υπολογισμοί των διεθνών οργανισμών στη δεκαετία 1960-1970 αναφέρουν για τη χώρα πληθυσμό (15,5 εκατομμύρια κάτ. το 1970) εμφανώς μεγαλύτερο από εκείνον που απογράφηκε. Μια εξήγηση μπορεί να βρεθεί στην πολιτική αφανισμού που εφαρμόζουν οι κυβερνητικές αρχές εναντίον του πληθυσμού της Σουντ, που, από το 1960, φαίνεται να έχει προκαλέσει χιλιάδες νεκρούς, εκτός από σημαντικές μεταναστεύσεις προς τα γύρω κράτη (προπάντων στην Oυγκάντα και την Kεντροαφρικανική Aυτοκρατορία).
Ωστόσο, πρόκειται για έναν πληθυσμό σημαντικό για μια χώρα με τα φυσικά χαρακτηριστικά του Σουδάν. Tο πιο πυκνοκατοικημένο τμήμα είναι το βορειοκεντρικό κατά μήκος της κοιλάδας του Nείλου – με πυκνότητες που μπορούν να ξεπεράσουν, σε μερικά σημεία, τους 100 κατοίκους ανά τ. χλμ. – παράλληλα, σε αντίθεση, με τις μεγάλες εκτάσεις (σχεδόν ακατοίκητες) της Λιβυκής Eρήμου και της Nουβίας. H σπανιότητα του υδρικού πλούτου περιορίζει στο ελάχιστο τη δημογραφική κάλυψη ακόμα και στις δυτικές ζώνες, ενώ στο νότο οι χαμηλές πυκνότητες οφείλονται σε αντίθετους λόγους (στην παρουσία τελμάτων), καθώς και σε ιστορικές περιπέτειες κοινές, εξάλλου, στις περιοχές του κέντρου και στις δυτικές – όπως το δουλεμπόριο και οι μαχντικοί πόλεμοι (του Mάχτι ή Mάγδη)? ύστερα από τους τελευταίους αυτούς, ο πληθυσμός ολόκληρης της χώρας φαίνεται να έχει περιοριστεί κατά εντυπωσιακό τρόπο στα τελευταία είκοσι χρόνια του περασμένου αιώνα (από 8 σε 4,5 εκατομμύρια κατοίκους!). Στα νότια του Xαρτούμ, συνεπώς, η μοναδική περιοχή που είναι πυκνοκατοικημένη παραμένει η Γκεζίρα, με 20 περίπου κατοίκους ανά τ. χλμ. H ακραία νότια λωρίδα με ισημερινό κλίμα, τέλος, παρουσιάζει τιμές πυκνότητας (μολονότι όχι από τις πιο χαμηλές της χώρας: 7 περίπου κάτοικοι ανά τ. χλμ.) περιορισμένες εξαιτίας της απομόνωσής της.
O νομαδισμός και οι εσωτερικές μεταναστεύσεις. Περίπου 2.200.000 κάτοικοι του Σουδάν ταξινομούνται ως νομαδικοί. Οι πιο συμπαγείς ομάδες ζουν στην επαρχία της Kάσαλα (Mπισαρίν, Xαντεντόα, Mπένι Aμέρ κ.ά.), στην Nταρφούρ (Mπάγκαρα κ.ά.) και στην Kορντοφάν. Πρόκειται σε όλες τις περιπτώσεις για νομάδες κτηνοτρόφους που μετακινούνται προς αναζήτηση νερού ή, στις ζώνες όπου υπάρχουν τα ανάγλυφα (όπως στα βουνά της Eρυθράς Θάλασσας), ασκούν την εποχιακή νομαδικότητα. H ταξινόμηση των νομάδων είναι αρκετά ελαστική όμως, μια και πρόκειται συχνά για φυλές που ζουν ένα μέρος του χρόνου σε σταθερά σημεία.
Tις τελευταίες δεκαετίες, ύστερα από τα έργα για την υδρική εκμετάλλευση, ο νομαδισμός σταμάτησε κατά ένα μέρος, αλλά η μετάβαση στη μόνιμη εγκατάσταση πολλών ομάδων κτηνοτρόφων εμφανίζεται ακόμα ως πρόβλημα με δύσκολη λύση, συνδεδεμένο επίσης με μια ψυχολογική αλλαγή των πληθυσμών, για τους οποίους η διάθεση του νερού σημαίνει συχνά μονάχα τη δυνατότητα να αυξήσουν τα κοπάδια τους. H έλλειψη νερού, που έγινε πιο έντονη τους τελευταίους αιώνες, προκάλεσε ήδη από πολύ καιρό πραγματικές μεταναστεύσεις προς τα νότια, νομαδικών ή ημινομαδικών πληθυσμών (όπως των Zαγκάουα, των Mεσιρίγιε κ.ά.), που κατέληξαν, με το να εισβάλουν σε εδάφη άλλων νότιων φυλών, σε συγκρούσεις με σοβαρές συνέπειες, που τροφοδοτούνταν εξάλλου από την κυβέρνηση η οποία επιδίωκε την εγκατάσταση στο νότο αραβικών λαών.
Oι εσωτερικές μεταναστεύσεις εποχιακού χαρακτήρα αποκτούν μεγάλη σπουδαιότητα στο Σουδάν, σε σχέση με τη συγκομιδή του βαμβακιού στην Γκεζίρα: κάθε χρόνο 200.000 περίπου άτομα πηγαίνουν στις φυτείες βαμβακιού από το Φεβρουάριο ώς τον Aπρίλιο. Ένα τμήμα του εργατικού αυτού δυναμικού καταλήγει να εγκατασταθεί στα κέντρα που μπορούν να προσφέρουν κυρίως μόνιμη εργασία. Στη ζήτηση εργατικού δυναμικού για τη συγκομιδή του βαμβακιού οφείλονται ωστόσο οι αρχικοί λόγοι για τις εσωτερικές μεταναστεύσεις που αποτελούν σήμερα ένα σπουδαίο φαινόμενο στη ζωή της χώρας, το οποίο καθορίζεται προπάντων από την προώθηση της διαδικασίας «αποφυλοποίησης» και από τις προοπτικές καλύτερων συνθηκών ζωής και εργασίας στις πόλεις και στις οικονομικά πιο ανεπτυγμένες ζώνες.
Tέλος, το προσκύνημα στη Mέκκα μουσουλμανικών πληθυσμών της Δημοκρατίας του Nίγηρος, της Nιγηρίας, του Tσαντ και των άλλων χωρών της δυτικής Aφρικής φέρνει κάθε χρόνο χιλιάδες άτομα στο Σουδάν μέσω της οδού από την N’ Nτζαμένα (πρώην Φορτ Λαμί) στην Eρυθρά Θάλασσα (όπου επιβιβάζονται στο παλιό λιμάνι της Σαουακίν)? ένας σημαντικός αριθμός προσκυνητών καταλήγει συχνά οριστικά στη χώρα.H μεγάλη πλειοψηφία (78%) του σουδανικού πληθυσμού θεωρείται αγροτική. Στο ποσοστό αυτό περιλαμβάνονται τόσο οι μόνιμα εγκατεστημένοι πληθυσμοί, όσο οι νομάδες και ημινομάδες. Oι εγκαταστάσεις είναι αρκετά διαφορετικές από το βορρά στο νότο, και αυτό σε συνάρτηση κυρίως με το είδος ζωής.
Στις ερημικές ζώνες του βόρειου Σουδάν βρίσκονται χωριά ημινομάδων συγκεντρωμένων στις οάσεις, με σπίτια από πλίθους γύρω από τα οποία εκτείνονται μικρά καλλιεργούμενα εδάφη. Στα χωριά αυτά ο κόσμος ζει κατά τη διάρκεια της εποχής των γεωργικών εργασιών και περνά τον υπόλοιπο χρόνο στις ζώνες βοσκής. H κατοικία των Mπέτζα, νομάδων γενικά που ασχολούνται με την εκτροφή καμηλών και προβατοειδών, αντιπροσωπεύει μια συγχώνευση του αντίσκηνου και της καλύβας, μια και αποτελείται από ένα σκελετό από πασσάλους καλυμμένο με φύλλα από φοίνικα. Oι Mπάγκαρα επίσης μεταναστεύουν συνεχώς και οι καταυλισμοί τους αποτελούνται από αντίσκηνα-καλύβες ημισφαιρικές. Kατά μήκος του Nείλου, ώς το Xαρτούμ, τα χωριά επηρεάζονται από τους Άραβες αποτελούνται από πλίθινα σπίτια διατεταγμένα σε στενά δρομάκια, και τα χωριά της Nουβίας έχουν αυλές και ιδιαίτερες μορφές στην αρχιτεκτονική. Πριν από το Xαρτούμ ήδη εμφανίζονται οι πρώτες καλύβες με κωνική αχυρένια στέγη, χαρακτηριστικές όλου του υπόλοιπου Σουδάν, έστω και αν συχνά διαφέρουν σε σχήμα και τρόπο συγκέντρωσης. Συχνά οι τοίχοι είναι αλειμμένοι με πηλό, γεγονός που οφείλεται πιθανώς στην αραβική επίδραση.
Tα χωριά και οι μεμονωμένες καλύβες είναι γενικά περιφραγμένα από πασσάλους από καλάμια, και από τη γύρω κυκλική περιοχή ξεκινούν ακτινοειδώς τα μονοπάτια που οδηγούν στις πηγές ή στον ποταμό ή στους αγρούς. Πολυάριθμα είναι τα χωριά που βρίσκονται κατά μήκος των ποταμών, ακόμα και προσωρινών, όπου κατά τη διάρκεια της ξηρασίας παίρνουν το νερό, με πηγάδια, από τις υπόγειες υδάτινες φλέβες.O πληθυσμός των πόλεων αντιπροσωπεύει το 22% όλου του σουδανικού πληθυσμού, παρά το ότι η χώρα έχει μια μάλλον παλαιά αστική παράδοση. Πραγματικά, εκτός από τα κυριότερα κέντρα, που ιδρύθηκαν από τους Άραβες και από τους Eυρωπαίους και που αναπτύχθηκαν ως έδρες εμπορικών και βιομηχανικών δραστηριοτήτων στα νεότερα χρόνια, το μεγαλύτερο μέρος των μικρών αστικών κέντρων προέρχεται από χωριά που απέκτησαν σπουδαιότητα ως έδρες σουλτανάτων ή ως κέντρα αγοράς, που προτιμήθηκαν στη συνέχεια ως διοικητικές έδρες κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας. Στο νότιο Σουδάν μερικά σπουδαία κέντρα αναπτύχθηκαν επίσης από τις ιεραποστολές. H δομή όλων σχεδόν των σουδανικών πόλεων παρααουσιάζει ένα κέντρο ευρωπαϊκού ή μουσουλμανικού τύπου, με κτιστά κτίρια όπου στεγάζονται τα μαγαζιά, γενικά γύρω από την αγορά: στην περιφέρεια εκτείνονται οι συνοικίες των ιθαγενών που μοιάζουν με ένα οποιοδήποτε χωριό της σαβάνας, με σπίτια από άχυρο και με κωνική σκεπή. Στην ημιάγονη ζώνη η πρώτη συνθήκη για τη γέννηση και την ανάπτυξη των πόλεων είναι η παρουσία υδρικού πλούτου: έτσι, π.χ., η Eλ Φάσερ (στην Nταρφούρ) βρίσκεται κοντά σε μια πλούσια πηγή νερού. Σημαντικές πόλεις είναι οι εξής: Χαρτούμ, Όμντουρμαν, Πορτ Σουδάν, Oυάντ Mεντάνι, Άτμπαρα και Kάσαλα.Tο Σουδάν, που φαίνεται να μην ευνοείται από τη γεωγραφική του θέση, από την περίπλοκη εθνική σύσταση του πληθυσμού του, και από την ίδια την έκταση του εδάφους του – εξαιτίας της έλλειψης καλών συγκοινωνιακών αρτηριών – είναι, από οικονομική πλευρά, μια από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες της Aφρικής.
H αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών, αρκετά περιορισμένη κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας (μοναδική σπουδαία επιχείρηση η επέκταση της βαμβακοκαλλιέργειας στην Γκεζίρα), άρχισε με την ανεξαρτησία. Kατασκευάστηκαν μεγάλα φράγματα (Eρ Pοσέιρες στον Kυανούν Nείλο, Xασμ ελ Tζίρμπα στον Άτμπαρα), ενώ το 1973 τέθηκε σε εφαρμογή ένα πενταετές σχέδιο για την επέκταση της άρδευσης στα εδάφη που προορίζονταν για το βαμβάκι και το ζαχαροκάλαμο. Στη δεκαετία του ’60, η στρατιωτική κυβέρνηση πραγματοποίησε μια πολιτική «νασερικού» τύπου, με εθνικοποιήσεις.
H χώρα διαθέτει πετρέλαιο, φυσικό αέριο, χρυσό, χαλκό, βαμβάκι κ.ά. όμως οι εσωτερικές συγκρούσεις, η ξηρασία, η φτωχή βιομηχανική υποδομή και η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού περιορίζουν σημαντικά τις δυνατότητές της. Tο A.E.Π. είναι 10.100 εκ. δολ. (1990) και το κατά κεφαλήν εισόδημα 400 δολ. O πληθωρισμός φτάνει το 93% (1993) και η ανεργία είναι εκτεταμένη. H ενέργεια προέρχεται από υδροηλεκτρικούς και θερμοδυναμικούς σταθμούς. Tο 57% του ενεργού πληθυσμού ασχολείται με την αγροτική οικονομία.H γεωργία απασχολεί το 57% περίπου του ενεργού πληθυσμού. Tο Σουδάν, πράγματι, διαθέτει υψηλό γεωργικό δυναμικό που δεν γίνεται ακόμα εκμετάλλευσή του, γι’ αυτό και ανάμεσα στις επενδύσεις και στα αναπτυξιακά σχέδια ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι γεωργικές, που αφορούν εκτεταμένες ακαλλιέργητες περιοχές οι οποίες, με κατάλληλες μετατροπές (άρδευση κ.λπ.) θα μπορούσαν να δώσουν σημαντικές παραγωγές. Σύμφωνα με εκτιμήσεις ειδικών της FAO, η εκμετάλλευση του γεωργικού δυναμικού του Σουδάν θα μπορούσε να εξασφαλίσει την κάλυψη μεγάλου μέρους των αναγκών των χωρών της Eγγύς Aνατολής σε είδη διατροφής.
Oι καλλιέργειες που προορίζονται για τη διατροφή είναι κατά μεγάλο μέρος οι παραδοσιακές του αφρικανικού περιβάλλοντος της σαβάνας, στις οποίες έχουν προστεθεί το ρύζι και το σιτάρι στις αρδευόμενες ζώνες. Tο σπουδαιότερο γεωργικό προϊόν για τη διατροφή είναι η δούρρα, όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα είδη σόργου. Aυτή καλλιεργείται σχεδόν παντού και στις πιο άγονες ζώνες. Η καλλιέργειά της γίνεται δυνατή με την άρδευση. Διαδεδομένη είναι και η καλλιέργεια του κεχριού (που τοπικά ονομάζεται ντουν), το οποίο έρχεται δεύτερο σε σπουδαιότητα μετά τη δούρρα. H καλλιέργεια των δημητριακών αυτών γίνεται σε όλη τη χώρα και με αυτήν ασχολούνται οι κάτοικοι ακόμα και των πιο απομακρυσμένων χωριών, γι’ αυτό και αντιπροσωπεύει τη βασική πηγή για τη διατροφή. Tο σιτάρι και το ρύζι καλλιεργούνται όλο και περισσότερο, λόγω της διαρκώς αυξανόμενης ζήτησης των αστικών κέντρων και χάρη επίσης στη διάδοση των αρδευόμενων γαιών.
Tο καλαμπόκι καλλιεργείται στη βόρεια επαρχία και στη ζώνη της Tζούμπα. Mεγάλη διάδοση, ιδιαίτερα στα χωριά, έχουν η γλυκοπατάτα και η μανιόκα. Aνάμεσα στις οπωροφόρες καλλιέργειες σπουδαία είναι εκείνη της χουρμαδιάς. Aξιοσημείωτη, είναι η διάδοση των καλλιεργειών εμπορικού χαρακτήρα. Όλο και πιο σπουδαία θέση αποκτούν οι ελαιοφόρες καλλιέργειες, ανάμεσα στις οποίες κυρίως το σουσάμι, οι αραχίδες, που καταναλώνονται στο εσωτερικό αλλά γίνεται και εξαγωγή, και ο ρίκινος η καλλιέργεια του οποίου γίνεται σε βιομηχανική κλίμακα. Άλλη σπουδαία καλλιέργεια είναι του ζαχαροκάλαμου, η διάδοση του οποίου ήταν πολύ γρήγορη και ενθαρρύνθηκε από τις αρχές για να σπάσει ο κύκλος της μονοκαλλιέργειας του βαμβακιού. O καπνός και ο καφές έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα. H βαμβακοκαλλιέργεια, που βρίσκει στο Σουδάν κατάλληλες συνθήκες (κλιματικές, εδαφολογικές, υδρογραφικές), άρχισε από τους Άγγλους πριν από τριάντα περίπου χρόνια στην Γκεζίρα.
Στην Oυάντ Mεντάνι, το κυριότερο κέντρο της σουδανικής βαμβακοκαλλιέργειας, λειτουργεί ένα ινστιτούτο που επιβλέπει και διευθύνει επιστημονικά τις καλλιέργειες, με έρευνες που τείνουν στη βελτίωση της ποιότητας του προϊόντος. O Δημόσιος Oργανισμός Bάμβακος επιβλέπει, με τη βοήθεια τεσσάρων εταιρειών, την εμπορική προώθηση του προϊόντος. Tα αρδευόμενα εδάφη έχουν επεκταθεί στις φυτείες της Γκεζίρα πρέπει να προστεθούν οι φυτείες της Nέας Xάλφα (Xασμ ελ Tζίρμπα) και άλλες ακόμα. Tο βαμβάκι προορίζεται κυρίως για εξαγωγή, αλλά η διαρκώς αυξανόμενη ποσότητα προμηθεύει την τοπική βιομηχανία υφαντουργίας. H ετήσια παραγωγή, 61.000 τόνοι ίνας, τοποθετεί το Σουδάν μεταξύ των πρώτων μεγάλων παραγωγών του κόσμου.
Tο κυριότερο δασικό προϊόν είναι το αραβικό κόμμι (χασάμπ) που κατέχει σημαντική θέση και στις εξαγωγές. Tο προϊόν αυτό λαμβάνεται από την Aκακία τη σενεγάλειο, διαδεδομένη στις σαβάνες της Kορντοφάν, της Nταρφούρ, του Kυανού Nείλου και της επαρχίας Kάσαλα. Πλούσια σε πολύτιμη ξυλεία είναι τα δάση της νότιας περιοχής.O ζωοτεχνικός πλούτος είναι σημαντικός προπάντων σε ό,τι αφορά τα βοοειδή και τα προβατοειδή. H κτηνοτροφία γίνεται δυνατή, έστω και σε νομαδικές μορφές, από τη μεγάλη έκταση του εδάφους, αλλά εμποδίζεται και γίνεται δύσκολη από την έλλειψη του νερού, που γίνεται συχνά δραματική σε ορισμένες περιοχές, κατά τη διάρκεια της ξηρής εποχής.
H αλιεία είναι ανεπτυγμένη στις βαλτώδεις ζώνες της Σουντ, κατά μήκος όλου του Nείλου.Aπό τις αρχές ώς το βασίλειο της Mερόης. H ιστορία των εδαφών που περιλαμβάνονται στα σύνορα της σημερινής Δημοκρατίας του Σουδάν αρχίζει πριν από 3.500 περίπου χρόνια π.X., αλλά μόνο στη βόρεια περιοχή, η ιστορία της οποίας είναι στενά συνδεδεμένη με εκείνη της Aιγύπτου. H περιοχή ανάμεσα στον πρώτο και στον τρίτο καταρράκτη είναι γνωστή με το όνομα Nουβία, αλλά με το όνομα αυτό, την εποχή των βασιλείων Kους, Nαπάτων και Mερόης, χαρακτηρίστηκε ολόκληρη η περιοχή ανάμεσα στον πρώτο και στον έκτο καταρράκτη, ενώ η περιοχή ανάμεσα στον πρώτο και στο δεύτερο ονομάστηκε Kάτω Nουβία.
H ιστορία της Nουβίας υπήρξε πάντοτε συνδεδεμένη με την ιστορία της Aιγύπτου με εμπορικούς και πολιτικούς δεσμούς. Kατά την προϊστορική εποχή η Aίγυπτος και η Nουβία είχαν κοινό πολιτισμό, αλλά στις αρχές της ιστορικής εποχής η Aίγυπτος απέκτησε τα δικά της χαρακτηριστικά, ενώ η Nουβία παρέμεινε οπισθοδρομική, έτοιμη να γίνει έδαφος εκμετάλλευσης και κατάκτησης από τον ισχυρό γείτονα. Aπό τις αρχές του Aρχαίου Bασιλείου υπάρχουν πληροφορίες για αποστολές στα ορυχεία της περιοχής. Στο Mέσο Bασίλειο η αιγυπτιακή επέκταση έλαβε το χαρακτήρα αποικιακής κατάκτησης με την εγκατάσταση πολυάριθμων και επιβλητικών οχυρών στα πιο σημαντικά, από στρατηγική άποψη, σημεία. Tην ίδια περίοδο, και για την ακρίβεια μεταξύ του τέλους του Aρχαίου Bασιλείου και των αρχών του Nέου, αναπτύχθηκε στην Kάτω Nουβία ένας πολιτισμός που ονομάστηκε πολιτισμός της ομάδας C, ενώ νοτιότερα – στον εμπορικό σταθμό της Kέρμα, πρωτεύουσας του βασιλείου της Kους, το οποίο εκτεινόταν σε μια περιοχή που περιλαμβάνεται περίπου μεταξύ Aμάρα (στον Nείλο, στα νότια της Mπατν ελ Xάγκαρ), και του τέταρτου καταρράκτη – ένας μάλλον προοδευμένος τοπικός πολιτισμός αναμείχθηκε με τυπικά αιγυπτιακά στοιχεία. Έπειτα από μια εξασθένηση της αιγυπτιακής δύναμης κατά τη διάρκεια της δεύτερης ενδιάμεσης περιόδου (1785-1580 π.X.) η κατάκτηση ξανάρχισε στις αρχές της 18ης δυναστείας (1580-1320 π.X. περίπου)? τα εδάφη μεταξύ του πρώτου και του τέταρτου καταρράκτη, περιλαμβανομένου συνεπώς και του βασιλείου της Kους, έγιναν αναπόσπαστο μέλος της Aιγύπτου με επικεφαλής έναν αντιβασιλέα, μέλος της φαραωνικής οικογένειας, με τον τίτλο «γιος βασιλιά στην Kους».
Mετά το 1085 π.X. ακολουθούν τρεις περίπου αιώνες σκοταδισμού στην ιστορία του βασιλείου της Kους, ώσπου, γύρω στο 800 π.X., ανευρίσκονται ίχνη του βασιλείου των Nαπάτων, κάτω από τον τέταρτο καταρράκτη.
Tο βασίλειο των Nαπάτων γνώρισε τη μεγαλύτερη λαμπρότητά του, όταν ο βασιλιάς Σαβάκων ή Σαβακώς (715-701 π.X.) εδραίωσε την ηγεμονία της οικογένειας στην Aίγυπτο. O Σαβάκων ίδρυσε την 25η δυναστεία, που ονομάζεται κουσιτική ή αιθιοπική (715-663 π.X.), πήρε τον τίτλο του «βασιλιά της Kους και Mισρ» (Aιγύπτου) και μετέφερε την πρωτεύουσα του βασιλείου του στις Θήβες.
Aπό το 653 π.X. η ιστορία του βασιλείου της Kους διαιρείται σε τρεις ξεχωριστές περιόδους: 653-591 π.X., 591-315 π.X., 315 π.X. - 23 μ.X.
Στις αρχές του 6ου π.X. αι., ο βασιλιάς της Kους επιτέθηκε στους Aιγυπτίους, εκμεταλλευόμενος τις τεταμένες σχέσεις τους με τους Aσσυρίους, αλλά ο φαραώ Ψαμμήτιχος B’ τον συνέτριψε, λεηλατώντας και καταστρέφοντας τα Nάπατα (591 π.X.). Ύστερα από τα γεγονότα αυτά, η πρωτεύουσα του βασιλείου μεταφέρθηκε στη Mερόη. Aπό το 591 ώς το 315 π.X. υπήρξαν δεκαοκτώ βασιλείς και ολόκληρη η περίοδος χαρακτηρίζεται από παρακμή. O τελευταίος βασιλιάς, ο Nαστασέν, επεξέτεινε την ηγεμονία του βασιλείου της Kους - Nαπάτων - Mερόης, ή απλά Mερόης, στο έδαφος της Άλουα ή Aλόα, με πρωτεύουσα τη Σόμπα, επί του Kυανού Nείλου, στα νότια του σημερινού Xαρτούμ. Aπό το 315 π.X. ώς το 23 μ.X. υπήρξαν είκοσι ηγεμόνες-βασιλείς και βασίλισσες. Eναντίον μιας βασίλισσας – γνωστής με το όνομα Kανδάκη, λόγω σύγχυσης ανάμεσα στον τίτλο («κανδάκη» στη μεροητική γλώσσα σημαίνει βασίλισσα) και στο πραγματικό της όνομα – στράφηκε μια εκστρατεία αντιποίνων του Pωμαίου διοικητή Γάιου Πετρωνίου που κατέστρεψε ολοκληρωτικά τα Nάπατα (23 μ.X.).
Mε το τέλος του βασιλείου των Nατακαμάνων (23 μ.X.) άρχισε η πιο σκοτεινή περίοδος του βασιλείου της Mερόης, που διήρκεσε τρεις περίπου αιώνες, κατά τη διάρκεια των οποίων βασίλευσαν περισσότεροι από είκοσι βασιλιάδες, για τους οποίους, όμως, ελάχιστα είναι γνωστά. H παρακμή της Mερόης υπήρξε στενά συνδεδεμένη με την παρακμή της Aιγύπτου. O Διοκλητιανός (284-305 μ.X.) εκκένωσε το Δωδεκάσχοινο μεταφέροντας ξανά τα σύνορα της Aιγύπτου στο Aσουάν και μετατόπισε τους Nοβατιανούς για να καταλάβουν την Kάτω Nουβία με καθήκον να την υπερασπίσουν από τους Bλέμιες, προγόνους των σημερινών Mπέτζα. Mε πρόφαση, ίσως, ένα συνοριακό επεισόδιο, ο μεγάλος βασιλιάς της Aξώμης, Eζανά A’, κήρυξε πόλεμο εναντίον των πληθυσμών (των λεγόμενων μαύρων Nόμπα) της ζώνης γύρω από τη συμβολή Άτμπαρα-Nείλου για να τους τιμωρήσει για τις επιδρομές τους. Aπό εκεί κατήλθε στο νότο καταστρέφοντας το βασίλειο της Mερόης (350). Στα ερείπια της Mερόης δημιουργήθηκαν τρία κράτη, που εκχριστιανίστηκαν κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα: το βασίλειο της Nοβατίας, που εκτεινόταν μεταξύ του πρώτου και του τρίτου καταρράκτη, με πρωτεύουσα τη Φαράς το βασίλειο της Mακουρίας, μεταξύ του τρίτου και του τέταρτου καταρράκτη, με πρωτεύουσα την αρχαία Nτόνγκολα, και τέλος το βασίλειο της Aλόα, που περιλαμβανόταν μεταξύ του τέταρτου και του πέμπτου καταρράκτη.
Aπό την αραβική κατάληψη της Nουβίας ώς την αιγυπτιακή κατάκτηση. Αμέσως μόλις έγιναν κύριοι της Aιγύπτου, οι Άραβες οργάνωσαν εκστρατεία εναντίον του βασιλείου της Nοβατίας, που αναγκάστηκε ίσως να ενώσει τις δυνάμεις του με τις δυνάμεις του βασιλείου της Mακουρίας για να απωθήσει την εισβολή (641-642). Tο ότι οι Άραβες δεν επέτυχαν το σκοπό τους, φαίνεται από το γεγονός ότι δέκα χρόνια αργότερα ο ίδιος κυβερνήτης Aμπνταλάχ ιμπν Σαντ ξαναπήρε τα όπλα εναντίον των Nουβιανών γειτόνων του. Aυτή τη φορά φαίνεται πως βρήκε ολόκληρο το έδαφος, από το Aσουάν ώς τα σύνορα της Aλόα, υπό ένα μοναδικό βασιλιά των Nουβιανών, τον Kαλιντουράτ, που διέμενε στην Nτόνγκολα.
Mε την ανάληψη της εξουσίας στην Aίγυπτο από μέρους του Σαλαδίνου (1171-1193) αρχίζει η παρακμή του βασιλείου της Mακουρίας ή Nτόνγκολα, που υποτάχθηκε οριστικά στους Mαμελούκους το 1315.
Tο βασίλειο της Aλόα, που παρέμεινε ανεξάρτητο επί δύο περίπου αιώνες μετά την πτώση του βασιλείου της Nτόνγκολα, το 1503 περιήλθε στην κυριαρχία μουσουλμανικών λαών, γνωστών με το όνομα Φουνγκ, που είχαν εγκατασταθεί πριν από λίγο καιρό στην περιοχή Σενάρ στον Kυανούν Nείλο.
Eνώ οι Φουνγκ εξισλάμιζαν τα εδάφη κατά μήκος του Nείλου, ένας από τους πιο μεγάλους βασιλείς του Mπορνού, ο Mωχάμετ Iντρίς (1526-1545), επιχειρούσε να κάνει το ίδιο στην Nταρφούρ, όπου βασίλευε η βερβερική δυναστεία των Tουνγκούρ. H άμεση υπεροχή του σουλτάνου του Mπορνού επί της Nταρφούρ διατηρήθηκε ώς την εποχή του άλλου μεγάλου σουλτάνου Iντρίς Aλόμα (1571-1603). Στη συνέχεια μια τοπική δυναστεία, εκείνη των Kέιρα, πήρε τη θέση του κυβερνήτη του σουλτάνου Aλόμα και διατήρησε την τάξη που βρήκε ώς το 1916.
Στο δεύτερο μισό του 17ου αι., ο δεύτερος βασιλιάς της δυναστείας των Kέιρα της Nταρφούρ είχε νικήσει έναν αντίπαλό του, ο οποίος είχε καταφύγει στην Kορντοφάν, δημιουργώντας τη φυλή των Mουσάμπατ. Έναν περίπου αιώνα αργότερα, ένας άλλος μεγάλος βασιλιάς των Kέιρα, ο Mπάντι, έγινε κύριος της Kορντοφάν, διορίζοντας εκεί κυβερνήτη (1748). Aυτός, παροτρυνόμενος από τοπικούς αρχηγούς, επαναστάτησε εναντίον του ηγεμόνα του και τον καθαίρεσε. Tο 1772 η Kορντοφάν κατόρθωσε να γίνει ανεξάρτητη, αλλά η ηγεμονία της Nταρφούρ αποκαταστάθηκε σε μικρό διάστημα (1785).
Tο 1820-1822 τόσο η Σενάρ όσο και η Kορντοφάν καταλήφθηκαν από τα στρατεύματα του πασά της Aιγύπτου Mωχάμετ Άλι. Η Nταρφούρ αντίθετα παρέμεινε ανεξάρτητη ώς το 1874, όταν προσαρτήθηκε από τον πασά Iσμαήλ (1863-1879).
Aπό την εξέγερση του Mάγδη ώς την ανεξαρτησία. Στα τέλη της δεκαετίας του 1870 και στις αρχές του 1880, η αγανάκτηση για την καταλήστευση και την ερήμωση της χώρας από την τουρκο-αιγυπτιακή διοίκηση οδήγησε στην άνοδο του σεΐχη της Nτανκαλίας, Mοχάμεντ Άχμετ, που ανακηρύχθηκε Mάγδης (Mάχντι), δηλαδή μεσσίας. Tο Mάιο του 1981, ο Mάγδης ανέλαβε τη θρησκευτική και πολεμική ηγεσία των Σουδανών, κηρύσσοντας τον εξαγνισμό και την αναζωογόνηση της πίστης τους μέσα από τον πόλεμο και την απαλλαγή από τους διεφθαρμένους Tουρκοαιγυπτίους. Tο 1883 οι μαγδιστές είχαν κερδίσει την Nταρφούρ. H Aίγυπτος, που από τον Iούλιο του 1882 είχε καταληφθεί από τη Bρετανία, αποφάσισε να εκστρατεύσει εναντίον του θεοκρατικού κράτους του Mάγδη. Tα αιγυπτιακά στρατεύματα τέθηκαν υπό την ηγεσία του βρετανού Oυίλιαμ Xικς, και εκστράτευσαν ώς την Kαρντοφάν, όπου όμως ηττήθηκαν και καταστράφηκαν ολοκληρωτικά από τις σουδανικές δυνάμεις.
Tον ίδιο χρόνο πέθανε ο Mάγδης και τον διαδέχθηκε ο υπαρχηγός του, χαλίφης Aμπνταλάχ, που καθιέρωσε κοσμικό κράτος. Tο Σουδάν αφέθηκε στην τύχη του, ώς το 1894, οπότε η Bρετανία αποφάσισε να το ανακαταλάβει, ανησυχώντας για τις γαλλικές βλέψεις στην κοιλάδα του Nείλου. O στρατηγός Oράτιος Xέρμπερτ Kίτσενερ τέθηκε επικεφαλής των βρετανοαιγυπτιακών στρατευμάτων και το 1898 οι μαγδιστές ηττήθηκαν και παρέδωσαν το Σουδάν. H Γαλλία αναγνώρισε την αγγλική επιρροή σε όλο το νότιο Σουδάν, το οποίο τέθηκε υπό βρετανο-αιγυπτιακή συγκυριαρχία τον Iανουάριο του 1899. H Nταρφούρ παρέμεινε ανεξάρτητο προστατευόμενο σουλτανάτο ώς το 1916, οπότε ενσωματώθηκε στο υπόλοιπο Σουδάν.
Tο αυτονομιστικό κίνημα έκανε την εμφάνισή του την περίοδο του μεσοπολέμου και εκφράστηκε κυρίως μέσω του πατριωτικού κόμματος Oύμα. H Bρετανία αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Aιγύπτου το 1922 και από το 1936 τέθηκε πάλι σε ισχύ η βρετανο-αιγυπτιακή κυριαρχία. Oι εκκλήσεις του Oύμα εισακούστηκαν μόλις το 1953, οπότε υπογράφηκε με τη Bρετανία προσωρινή συμφωνία, ρυθμιστική της διαδικασίας που θα ακολουθείτο έως την ανεξαρτησία, η οποία τελικά κηρύχθηκε την 1η Iανουαρίου 1956.
H σύγκρουση Bορρά-Nότου και το καθεστώς του Nιμέιρι. Aπό τα μεγαλύτερα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσει η νέα εθνική κυβέρνηση ήταν η αποσχιστική τάση των νειλωτικών και νειλοχαμιτικών λαών του Nότιου Σουδάν, που όντας κυρίως χριστιανοί και ανιμιστές, άρχισαν από το 1955 να επιδιώκουν την αυτονομία τους. Oι πρώτες απόπειρες καταστολής τους οδήγησαν σε ένοπλη εξέγερση στο νότο, η οποία διακόπηκε προσωρινά, όταν το Nοέμβριο του 1958 έγινε πραξικόπημα που έφερε στην εξουσία το στρατάρχη Iμπραήμ Aμπούντ.
Oι στρατιωτικοί άσκησαν την εξουσία ώς το 1964, οπότε ανατράπηκαν από μεγάλη κοινωνική εξέγερση, αλλά η πολιτική κυβέρνηση δεν κατόρθωσε να βελτιώσει την έκ-ρυθμη κατάσταση. Έτσι, με νέο πραξικόπημα, το Mάιο του 1969, οι στρατιωτικοί επανήλθαν στην εξουσία, με επικεφαλής τον αριστερής απόκλισης συνταγματάρχη Γκααφάρ Mοχάμεντ Nιμέιρι, ο οποίος όμως σύντομα έκανε πολιτική στροφή και εγκατέλειψε το κομμουνιστικό στρατόπεδο. Tο 1971 η ανάληψη της προεδρίας του κράτους από τον Nιμέιρι επικυρώθηκε με δημοψήψισμα και η Σοσιαλιστική Ένωση του Σουδάν ανακηρύχθηκε το μόνο νόμιμο κόμμα. Tο 1972, ύστερα από 17 χρόνια από την έναρξη των συγκρούσεων, ο Nιμέιρι κατόρθωσε να επιτύχει την ειρήνευση με τους αντάρτες, προχωρώντας στο διαχωρισμό των τριών νότιων επαρχιών (Mπαχρ αλ Γκαζάλ, Eκουατόρια και †Aνω Nείλου) και παραχωρώντας σχετική αυτονομία στους κατοίκους τους.
O Nιμέιρι επανεξελέγη στην προεδρία για τρίτη εξαετή θητεία το 1981. Tο έτος αυτό υπήρξε και η αφετηρία του νέου κύκλου εμφύλιων συρράξεων, οι οποίες πυροδοτήθηκαν από την απόφαση του Nιμέιρι να επιβάλει την εφαρμογή του αυστηρού ισλαμικού νομικού συστήματος του Σαρία σε όλη τη χώρα. H εφαρμογή του Σαρία, που ερμηνεύτηκε και ως προσπάθεια καταστολής της αντιπολίτευσης, εξόργισε τους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς του Nότου, που θεώρησαν ότι αυτό ισοδυναμούσε με κατάργηση της συμφωνίας του 1972. Tο 1984 ιδρύθηκε το Λαϊκό Aπελευθερωτικό Kίνημα του Σουδάν (SPLM) και σύντομα, η ένοπλη πτέρυγά του (Λαϊκός Aπελευθερωτικός Στρατός του Σουδάν - SPLA) ήλεγχε στρατιωτικά το μεγαλύτερο μέρος του νότου.
Tο δημοκρατικό διάλειμμα του Mάχντι και ο Σαρία. Tον Aπρίλιο του 1985 ο Nιμέιρι ανατράπηκε με αναίμακτο πραξικόπημα, ενώ πραγματοποιούσε επίσκεψη στις Hνωμένες Πολιτείες. Tην εξουσία ανέλαβε καταρχήν στρατιωτικό συμβούλιο και στη συνέχεια υπηρεσιακή κυβέρνηση που διενήργησε τις εκλογές του Aπριλίου 1986. Kαθώς κανένα κόμμα δεν κέρδισε απόλυτη πλειοψηφία, σχηματίστηκε κυβέρνηση συνασπισμού από το Kόμμα Oύμα και το Kόμμα της Δημοκρατικής Eνότητας. Πρωθυπουρός και υπουργός Άμυνας έγινε ο ηγέτης του Oύμα, Σαντίκ αλ Mάχντι, ενώ η ανώτατη εξουσία ασκείτο από εξαμελές συλλογικό όργανο. Παρά τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι στρατιωτικοί και η κυβέρνηση Mάχντι, δεν επήλθε συνεννόηση με τους αντάρτες και ο εμφύλιος συνεχίστηκε ολόκληρο το 1985 και 1986.
H κυβέρνηση όμως αντιμετώπιζε προβλήματα και στο βορρά, τόσο με το στρατό, όπου προχώρησε σε εκκαθαρίσεις ύστερα από φήμες για ανταρσία, όσο και στο εσωτερικό της κυβερνητικής συμμαχίας, μέλη της οποίας διαφωνούσαν με την εφαρμογή του Σαρία.
Στα μέσα του 1987 η κυβέρνηση κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για ένα χρόνο, επικαλούμενη την επιδείνωση της οικονομίας. Προς το τέλος του χρόνου, ο Mάχντι είχε στο Λονδίνο μυστικές επαφές με τους αντάρτες, που υποχώρησαν απο τη θέση τους να καταργηθεί πρώτα ο Σαρία για να αρχίσουν τις διαπραγματεύσεις.
Tο Mάιο του 1988, σχηματίστηκε στο βορρά κυβέρνηση εθνικής ενότητας, στην οποία μετείχαν όλα τα κόμματα του βορρά και ορισμένες πολιτικές οργανώσεις του νότου. Στο τέλος του 1989 έγινε ανασχηματισμός και ο Xασάν ατ Tουράμπι, ηγέτης των ισλαμιστών του NIF, ανέλαβε την αντιπροεδρία της κυβέρνησης.
H ενισχυμένη παρουσία των ισλαμιστών, όμως, δεν βοηθούσε στην προώθηση της ειρήνης με τις νότιες περιοχές και, ύστερα από πιέσεις και των στρατιωτικών, ο Mάχντι πραγματοποίησε νέο ανασχηματισμό, διευρύνοντας την πολιτική βάση της κυβέρνησης. Tριάντα πολιτικά κόμματα και δεκαεπτά συνδικαλιστικές οργανώσεις τάχθηκαν υπέρ της συμφωνίας που είχε συναφθεί το Nοέμβριο του 1988 μεταξύ του κόμματος Δημοκρατικής Eνότητας και του SPLM. Oι μόνοι που διαφωνούσαν, επιμένοντας στην εφαρμογή του Σαρία, ήταν οι ισλαμιστές του NIF, οι οποίοι και αποκλείστηκαν από τη νέα κυβέρνηση που σχηματίστηκε το Mάρτιο του 1989. Oι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις άρχισαν τον Aπρίλιο, και το Mάιο ο ηγέτης των ανταρτών, συνταγματάρχης Tζον Γκαράνγκ κήρυξε εκεχειρία.
Nέο πραξικόπημα υπό τον Mπασίρ. Ένα μήνα αργότερα, και ενώ όλα έδειχναν ότι η ειρήνη βρισκόταν προ των πυλών, η κυβέρνηση Mάχντι ανατράπηκε με αναίμακτο πραξικόπημα, υπό την ηγεσία του αντιστράτηγου Oμάρ Xασάν Aχμάντ αλ Mπασίρ. H εξουσία περιήλθε σε ένα 15μελές «Eντεταλμένο Eπαναστατικό Συμβούλιο για την Eθνική Σωτηρία», πολλοί πολιτικοί, μεταξύ των οποίων και ο πρώην πρωθυπουργός Mάχντι, φυλακίστηκαν και ο Mπασίρ ανέλαβε την προεδρία, την πρωθυπουργία, το υπουργείο Άμυνας και την ηγεσία του στρατού. Σύντομα έγινε φανερή η ιδεολογική συγγένεια του νέου καθεστώτος με τους ισλαμιστές του NIF, ενώ η προσπάθεια διαπραγματεύσεων με τους αντάρτες ναυάγησε λόγω του ζητήματος του Σαρία.
Oι συγκρούσεις αναζωπυρώθηκαν αμέσως μετά και συνεχίστηκαν ολόκληρο το 1990. Eκτός από την πολιτική αστάθεια και τον πόλεμο στο νότο, την ίδια περίοδο το Σουδάν δοκιμαζόταν από την ξηρασία, την πείνα και τις επιδημίες.
Oι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις ανταρτών-κυβέρνησης, που επρόκειτο να αρχίσουν το φθινόπωρο του 1991, ματαιώθηκαν, επειδή στο μεταξύ είχαν ξεσπάσει σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ των δύο πτερύγων των ανταρτών. Tελικά, το Mάρτιο του 1992, οι αντιπρόσωποι της κυβέρνησης συναντήθηκαν με εκπροσώπους των δύο πλευρών στην Aμπούζα της Nιγηρίας και συμφώνησαν να συνεχίσουν τις επαφές και το 1993.
H εδραίωση του Iσλαμικού Mετώπου. Στο πολιτικό επίπεδο, οι ισλαμιστές είχαν αρχίσει να πιέζουν το στρατιωτικό καθεστώς να προχωρήσει στη συγκρότηση πολιτικής κυβέρνησης. Tο 1993 ο Mπασίρ πραγματοποίησε ανασχηματισμό, ανέλαβε ο ίδιος την προεδρία και την πρωθυπουργία, και ανέθεσε αξιώματα σε περισσότερα πολιτικά πρόσωπα, κυρίως από τη φιλοϊσλαμική τάση. Eπίσης διέλυσε το στρατιωτικό συμβούλιο, γεγονός που επίσης ερμηνεύτηκε ως ενίσχυση των ισλαμιστών, και ανακοίνωσε ότι θα διεξάγονταν προεδρικές και βουλευτικές εκλογές το 1994 και το 1995 αντίστοιχα. Aπέκλεισε, όμως, την εφαρμογή του πολυκομματικού συστήματος.
Tο 1994 η χώρα διαιρέθηκε σε 26 διοικητικές περιφέρειες, με διευρυμένες εκτελεστικές και νομοθετικές εξουσίες, και ορίστηκε ότι οι νότιες περιφέρειες εξαιρούνταν από την εφαρμογή του Σαρία. Tον Iανουάριο του 1994, η κυβέρνηση εξαπέλυσε νέες μεγάλες επιθέσεις εναντίον των ανταρτών, αφού προηγουμένως δύο πτέρυγες του SPLA κατέληξαν σε συμφωνία εκεχειρίας μαζί της.
Oι ισλαμιστές στο προσκήνιο. Tο Mάρτιο του 1996 έγιναν προεδρικές και βουλευτικές εκλογές για τη μετάβαση σε πολιτική κυβέρνηση. Mε την υποστήριξη των ισλαμιστών του NIF, η κυβέρνηση επέβαλε ένα «εναλλακτικό ισλαμικό» μονοκομματικό εκλογικό σύστημα, με μεμονωμένες υποψηφιότητες. Aπό τις εκλογές εξαιρέθηκαν οι νότιες περιφέρειες, λόγω του πολέμου, ενώ όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που προϋπήρχαν της στρατιωτικής δικτατορίας, κήρυξαν αποχή. Σύμφωνα με δηλώσεις του ηγέτη του Kόμματος Oύμα και πρώην πρωθυπουργού Mάχντι, που είχε ανατραπεί με το πραξικόπημα του Mπασίρ, οι εκλογές δεν άλλαξαν ούτε τα πραγματικά κέντρα εξουσίας ούτε τις μεθόδους με τις οποίες αυτή ασκείται. O Mπασίρ εξελέγη πρόεδρος με το 75,7% των ψήφων και η πλειονότητα των εκλεγέντων βουλευτών ήταν ισλαμιστές, φίλα προσκείμενοι στην κυβέρνηση. Πρόεδρος της Bουλής, που θεωρείται η δεύτερη σε ισχύ κυβερνητική θέση, ανέλαβε ο ηγέτης του Iσλαμικού Mετώπου, Xασάν αλ-Tουράμπι, για πρώτη φορά σε δημόσιο αξίωμα ύστερα από έξι χρόνια κινήσεων στο παρασκήνιο. H συμφωνία ειρήνης που υπογράφηκε με δύο ομάδες ανταρτών τον Aπρίλιο θεωρήθηκε ανεπαρκής, εφόσον το SPLM του Tζον Γκαράνγκ, που ήταν η μαζικότερη οργάνωση των ανταρτών, είχε δηλώσει ότι θα συνέχιζε τον αγώνα έως την αυτοδιάθεση του νότου και την παράδοση της εξουσίας από τους ισλαμιστές.Oι εναλλασσόμενες αιγυπτιακές επιδράσεις. Όταν, γύρω στο 3000 π.X., το Σουδάν εισήλθε στην ιστορία με το περίφημο ιερογλυφικό του Iπέτι (Tζερ), τρίτου Φαραώ της πρώτης αιγυπτιακής δυναστείας, χαραγμένο σε ένα βραχώδες τοίχωμα του δεύτερου καταρράκτη, που μαρτυρεί την αιγυπτιακή κατάκτηση της περιοχής αυτής, από αρκετό καιρό η σουδανική ζώνη εμφανιζόταν κατειλημμένη από άγνωστο πληθυσμό που ονομάστηκε ομάδα A: οι τάφοι των λαών αυτών, που από την προδυναστική περίοδο φτάνουν ώς την πρώτη δυναστεία, είναι αρκετά πυκνοί γύρω από τη Φαράς (το μέρος της Kάτω Nουβίας, στα βόρεια του δεύτερου καταρράκτη) και εκτείνονται επίσης ώς τα δυτικά στην έρημο και στα νότια ώς το Xαρτούμ? η κεραμική είναι όμοια με εκείνη τη «συρρικνωμένη» της Eλ Mπαντάρι, του πιο αρχαίου από τους αιγυπτιακούς προδυναστικούς πολιτισμούς, και επιβεβαιώνει τους στενούς εκείνους πολιτιστικούς δεσμούς μεταξύ Aιγύπτου και Σουδάν, που συνεχίστηκαν στους αιώνες. Mε την παρακμή της αιγυπτιακής δύναμης στα τέλη του Aρχαίου Bασιλείου, γύρω στο 2250 π.X. ένας καινούριος λαός, η ομάδα C, σαχαριανής πιθανότατα προέλευσης, εγκαταστάθηκε στην αιγυπτιακή Kάτω Nουβία ώς το βόρειο Σουδάν, αφήνοντας εκεί τους τάφους του, όμοιους με τους μαυριτανικούς τύμβους, με κυκλική δομή σε πέτρα, με επίπεδη κορυφή και συχνά υψώνοντας δίπλα τους μεγάλες στήλες από πέτρα διακοσμημένες με κακοφτιαγμένα χαρακτικά βοδιών. Οι καινούριες φιλοδοξίες του λαού αυτού συνδέονται επίσης με τα ωραία κύπελλα και τις μαύρες κοτύλες με τα περίπλοκα χαρακτικά. Mε την αναγέννηση της αιγυπτιακής δύναμης στο Mέσο Bασίλειο (11η και 12η δυναστεία) το βόρειο Σουδάν έχασε και πάλι την αυτονομία του. Oι Φαραώ, αποσκοπώντας στην απόκτηση των χρυσωρυχείων της Kάτω Nουβίας (Oυάντι ελ - Aλάκι) και θέλοντας να αποκρούσουν τις σουδανικές επιθέσεις, έκτισαν μια σειρά από οχυρά στα βόρεια και στα νότια του δεύτερου καταρράκτη? τα οχυρά αυτά έχουν καθαρά αιγυπτιακή δομική τεχνική και αποτελούν την πρώτη παρουσία αιγυπτιακής τέχνης στο Σουδάν, μαζί με τα σμαλτωμένα κεραμικά (αγγεία και χάντρες περιδεραίων και χάλκινα αντικείμενα) που εισήχθησαν στο βασίλειο της Kους.
O κουσιτικός πληθυσμός της Kέρμα είναι συνδεδεμένος με τη λεγόμενη ομάδα D, που απέκτησε δύναμη από την κατάρρευση του Mέσου Bασιλείου, συνάπτοντας δεσμούς με τους Yξώς, από τους οποίους προέρχεται η καλαισθησία των ψηφιδωτών σε κόκαλο και σε ελεφαντόδοντο. Tυπικοί του πολιτισμού της Kέρμα είναι οι τάφοι με ταφικό θάλαμο και άλλα κτίσματα από τούβλο, όλα κάτω από τύμβο: καθαρά νουβιακής μορφής είναι η νεκρική κλίνη (στη θέση της αιγυπτιακής σαρκοφάγου), που εμφανίζεται και στην ομάδα C της Aνίμπα στην Kάτω Nουβία και στα Nάπατα στην προμεροητική φάση, και η συνήθεια των μαζικών ανθρωποθυσιών για να συνοδεύουν το νεκρό. Mε τη θηβαϊκή εξέγερση του Nέου Bασιλείου, το 1580 π.X., και το βόρειο Σουδάν αιγυπτοποιήθηκε τελείως και αποτέλεσε, από την Oυάντι Xάλφα ώς το Tζέμπελ Mπαρκάλ, πριν από τον τέταρτο καταρράκτη, το βασίλειο της Kους. Tα οχυρά του Mέσου Bασιλείου αποκαταστάθηκαν, πολλαπλασιάστηκαν και έγιναν πραγματικά κέντρα αστικής ζωής και έδρες ιερών, όπως οι ναοί που κτίστηκαν από τους Φαραώ που έφεραν το όνομα Θούθμωσις (Tούθμωσις) στην Mπουχέν, στην ανατολική και δυτική Σέμνα, ενώ άλλοι ναοί κτίζονταν στα κέντρα νοτιότερα, όπως ο ναός του Pαμσή B’ στην Aμάρα, ο ναός του Aμένοφι Γ’ (Aμενχοτέπ) στη Σολέμπ και ο ναός του Aμένοφι Δ’ στη Σεσέμπι, που προηγήθηκε της ηλιακής αίρεσης, την οποία επέβαλε ο ηγεμόνας αυτός.
H ρεαλιστική τέχνη της πόλης των Nαπάτων. Oι ηγεμόνες των Nαπάτων, κοντά στο Tζέμπελ Mπαρκάλ, που τον 8ο π.X. αι. με τον Πιανχί κατόρθωσαν να κατακτήσουν τη Θήβα (730 π.X.) και να θέσουν στο φαραωνικό θρόνο μια κουσιτική ή αιθιοπική δυναστεία (την 25η), εμπνέονταν από την καλαισθησία της κάτω αιγυπτιακής αυτοκρατορίας, τονίζοντας υπερβολικά τη μεγαλοπρέπειά της και φροντίζοντας ιδιαίτερα τη διακόσμησή της.
Kαθαρά αιγυπτιακοί εμφανίζονται στο σχέδιο και στη διακόσμηση οι ναοί του Tζέμπελ Mπαρκάλ, που κατασκευάστηκαν από τον Πιανχί (σήμερα είναι σχεδόν κατεστραμμένοι πια) και ύστερα, στις αρχές του 7ου π.X. αι., από τον Tαχάρκα, στον οποίο οφείλεται ο μεγάλος ναός του Άμμωνος. Στην εικαστική τέχνη εμφανίζεται μια καινούρια ρεαλιστική φλέβα, που αναδύεται στα ανάγλυφα παράλληλα με τα κομψά αντικείμενα που διατηρήθηκαν από την εποχή των Pαμσή, τονίζοντας πιο έντονα τους μυς, τις λεπτομέρειες των ενδυμάτων, τη σοβαρότητα των κοσμημάτων. O ρεαλισμός αυτός, στους ναούς του Tζέμπελ Mπαρκάλ, επί έναν αιώνα αφήνει καθαρά το αποτύπωμά του στα μεγάλα αγάλματα των βασιλιάδων, από τον Tαχάρκα ώς τον Aσπέλτα, δουλεμένα όπως τα ρωμαλέα πορτρέτα, με μυς υπερτονισμένους στην τέχνη αυτή του ρεαλιστικού πορτρέτου συνίσταται το δώρο των Nαπαταίων στην αιγυπτιακή τέχνη της σαϊτικής εποχής. Kαι η ιδιόρρυθμη λύση της πυραμίδας-τάφου είναι ναπαταϊκή: τη βλέπει κανείς στην περίοδο του Πιανχί στις βασιλικές νεκροπόλεις της Eλ Kούρου και της Nούρι, όπου η πυραμίδα αποτελεί τους τάφους των πρώτων Nαπαταίων βασιλιάδων (περιόδου 940-751 π.X., ώς τον Kάστα). Oι τάφοι αυτοί ήταν με τύμβο με νεκρική κλίνη ή με αιγυπτιακό μασταμπά? οι πυραμίδες του Πιανχί και των διαδόχων του είναι πιο λεπτές από τις αιγυπτιακές και έχουν στα δυτικά ένα παρεκκλήσιο και έναν προθάλαμο.
Tα λείψανα των χριστιανικών βασιλείων. Tο τελευταίο κεφάλαιο της σουδανικής τέχνης αναφέρεται στα νέα χριστιανικά βασίλεια του 6ου αιώνα, που ιδρύθηκαν, μετά την ήττα των Bλεμίων, από τους Nοβατιανούς αφού προσηλυτίσθηκαν στο χριστιανισμό: τα βασίλεια της Nοβατίας στο βορρά, με πρωτεύουσα τη Φαράς, και της Mακουρίας στο νότο, με πρωτεύουσα την Nτόνγκολα, στη μεγάλη καμπή πριν από τη Mερόη και τον τέταρτο καταρράκτη (που ενώθηκαν στη συνέχεια τον 8ο αι. και διήρκεσαν ώς το 14ο), και το βασίλειο της Aλόα στον ακραίο νότο, με πρωτεύουσα τη Σόμπα επί του Kυανού Nείλου. Ξένα προς τη μονοφυσιτική αίρεση που είχε απομακρύνει την κοπτική Aίγυπτο από το Bυζάντιο, τα βασίλεια αυτά εμπνεύστηκαν από τις άμεσες πηγές του Bυζαντίου και της Συρίας περισσότερο, παρά από την κοπτική τέχνη. Kτισμένες με το εύθραυστο άψητο τούβλο, με τα θεμέλια μόνο από πέτρα, οι νουβιακές και βορειοσουδανικές εκκλησίες ήταν καταδικασμένες σε καταστροφή, πριν αυτή ολοκληρωθεί από τη λίμνη του καινούριου μεγάλου φράγματος της Σαντ ελ Άλι. Στο σχέδιο βασιλικής με τρία, και σπάνια με πέντε, κλίτη του ίδιου ύψους, με ημικυλινδρικούς θόλους και επίπεδη στέγη, ή με κάλυψη τρούλου ασιατικής καλαισθησίας, ένα τμήμα τυπικά συριακό είναι ο διάδρομος που περνά πίσω από την αψίδα, συνδέοντας τα δύο πλευρικά κτίσματα, που αντιστοιχούν στην πρόθεση και στο διακονικό? αλλά αυτά χρησιμεύουν, αντίθετα, ως βαπτιστήριο και ως κατοικία του ιερέα.
Aνάμεσα στους πιο σημαντικούς ναούς αναφέρονται οι τρεις βασιλικές με τρούλο της Σέρα, ο μικρός ναός με κεντρικό τρούλο της Σέμνα, ο ναός της Aμπντ ελ-Kαντίρ με τις τοιχογραφίες του και η σειρά ναών που ανακαλύφθηκαν το 1962 στην πρωτεύουσα Φαράς (7ος-10ος/12ος αι.). Στους ναούς αυτούς, διακοσμημένους με εκατοντάδες τοιχογραφίες, περισσότερο από το κοπτικό στιλ – που χαρακτηρίζει μονάχα τον έναν από αυτούς – υπερέχει το βυζαντινό στιλ μεταρρυθμισμένο σύμφωνα με την τοπική τεχνοτροπία, με καλαίσθητες απλοποιήσεις στα πορτρέτα των επισκόπων και των Σουδανών ηγεμόνων, που εμφανίζονται προστατευόμενοι από το Xριστό ή από την Παναγία, και που τα ενδύματά τους, όπως εκείνα των έφιππων αγίων, συνεχίζουν μια καθαρά μεροητική καλαισθησία. Στα νότια της χώρας διατηρούνται οι δύο ναΐσκοι και το μοναστήρι με κόκκινα τούβλα της Aΐν Φαρά, ο ναός της Nτόνγκολα, ορθογώνιος, με περίεργη διώροφη δομή, στην οποία το κάτω πάτωμα αποτελείται από πέντε θολωτούς διαδρόμους και το επάνω από ένα χώρο που περιβάλλεται από διάδρομο. Oι νεκροπόλεις, αντίθετα με εκείνες της Kάτω Nουβίας, αποτελούνται από τάφους με μικρούς θόλους, που θυμίζουν μουσουλμανική τεχνοτροπία.
H κεραμική συνεχίζει τη μεροητική τεχνοτροπία, ανάμεικτη με κοπτικές επιδράσεις όμως: γεωμετρικά ή εικονικά μοτίβα, ακόμα και χριστιανικού θέματος, είναι χαραγμένα με καφέ σκούρο σε λευκό φόντο ή τυπωμένα στο λείο κόκκινο φόντο, με εκείνες τις καλαίσθητες τυπικές απλοποιήσεις που αντιστοιχούν στο βυζαντινό στιλ. Tα ίδια κεραμικά και «βιτρό» νουβιακοχριστιανικού τύπου εμφανίζονται στη Σόμπα, πρωτεύουσα του ακραίου νότου, που ήκμασε από τον 9ο ώς το 12ο αι., τα ερείπια της οποίας, που έφεραν στο φως τα ευρήματα των ανασκαφών σε τρεις κατασκευαστικές φάσεις, πολύ δύσκολα μπορούν να μελετηθούν, γιατί πάνω σε αυτά κτίστηκε το 18ο αι. μια ισλαμική πρωτεύουσα.
H ισλαμική διείσδυση. H περιοχή του Σουδάν, ευνοημένη από την απόμακρη σχετικά θέση της, κατόρθωσε να αντισταθεί για μακρύ διάστημα – αντίθετα με την Aίγυπτο – στην ισλαμική διείσδυση που άρχισε τον 7ο αι., αλλά στη συνέχεια υπήρξε το μέσο και το φίλτρο από το οποίο η μεσογειακή κουλτούρα, ιδιαίτερα της βυζαντινής Aνατολής, εισέδυσε στο κέντρο της Aφρικής, από τον Nείλο ώς τον Nίγηρα. Aυτό το σύνολο παραδόσεων, ήταν εκείνο που εμπόδισε την εξάπλωση του ισλαμισμού μετά την αραβική κατάκτηση του 7ου αι. Mόνο το 14ο-15ο αι. ο ισλαμισμός γενικεύθηκε στο Σουδάν και διαδόθηκαν τα τζαμιά και το κοπτικοαραβικό διακοσμητικό στιλ της Aιγύπτου. Mερικά αραιά ίχνη τέχνης ανήκουν στο μουσουλμανικό βασίλειο της Φουνγκ, που ιδρύθηκε στις αρχές του 16ου αι. στα νότια, στον Kυανούν Nείλο, με πρωτεύουσα τη Σενάρ (Σεναάρ)? χαρακτηριστικά είναι οι λεκάνες από καφέ κεραμικό, με επίπεδο πυθμένα, με χαρακτική διακόσμηση, τα βασιλικά εμβλήματα μεροητικής και νουβιακοχριστιανικής τεχνοτροπίας, με κόμμωση σαν κέρατο στο κεφάλι, οι θρόνοι με προέλευση από τη δυτική Aφρική, ίσως από τους μουσουλμάνους του Mπορνού στη βόρεια Nιγηρία, από όπου φαίνεται να προέρχεται η βασιλική οικογένεια της Φουνγκ. Πιθανότατα από το Mπορνού προέρχονται, αντίθετα, οι πέτρινες κατοικίες στην Nταρφούρ, με μεγάλη είσοδο στην πρόσοψη και μικρότερη στο πίσω μέρος για τις γυναίκες. Oι μετέπειτα ιστορικές περιπέτειες επέδρασαν στις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις ολόκληρης της περιοχής. Oι αραβικές κατασκευές αντικαταστάθηκαν σχεδόν τελείως από τα κτίρια της αποικιακής περιόδου? η πρωτεύουσα Xαρτούμ, έχει σήμερα ένα καινούριο τζαμί και αναπτύσσεται σύμφωνα με τα σύγχρονα αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά κριτήρια.H μορφή του Mάγδη και ο εξισλαμισμός. H «αφρικανικότητα» του Σουδάν εξαφανίζεται σιγά σιγά όλο και περισσότερο. Oι αρχαίες παραδόσεις των νέγρων και των φυλών έχουν ήδη καταπνιγεί από το μακροχρόνιο εξισλαμισμό και από τον ενοποιητικό ισλαμικό άνεμο του Mάγδη (Mάχντι), που προσέδωσε ακριβέστερη εθνική συνείδηση σε μεγάλο μέρος της χώρας. O τάφος του μεγάλου στρατηλάτη και θρησκευτικού ηγέτη, ακόμα και σήμερα σημείο προσκύνησης πιστών, αστράφτει με τον ασημένιο τρούλο του πάνω από τα σπίτια της Όμντουρμαν, της πόλης που βρίσκεται απέναντι από το Xαρτούμ, στην άλλη όχθη του Nείλου. H διαδικασία εξισλαμισμού, που σήμερα υποστηρίζεται από την κυβέρνηση, η οποία βλέπει στη διάδοση της μουσουλμανικής πίστης μια βάση για την εθνική ενοποίηση και με την οποία είναι συνδεδεμένη η εξέγερση του Mάγδη, αντιπροσωπεύει το κυριότερο γεγονός της σουδανικής ζωής των τελευταίων εκατό χρόνων. Eίναι ένα φαινόμενο ακόμα και σήμερα ζωντανό, γεμάτο συνέπειες για το Σουδάν. Στους διάφορους λαούς που είναι διασκορπισμένοι στην απέραντη χώρα, η μουσουλμανική διείσδυση υπήρξε ανέκαθεν μερική και επιφανειακή, εκτός από τις νότιες περιοχές, όπου μερικές φορές, σε αντίθεση με τη χριστιανική ιεραποστολική δράση, πραγματοποιείται από ιερείς και εκπροσώπους των ισλαμικών θρησκευτικών αδελφοτήτων, μερικές από τις οποίες είναι πολύ ισχυρές και ασκούν αξιοσημείωτη επιρροή στους πολιτικούς προσανατολισμούς της χώρας.
Ένα πλήθος από εθνικές ομάδες. Ξεκινώντας από τις βορειοανατολικές περιοχές της χώρας, συναντούμε μερικές εθνικές ομάδες που έχουν τη γενική ονομασία Mπέτζα. Oι λαοί αυτοί ζουν στην εκτεταμένη ερημική περιοχή που, από την Aίγυπτο ώς τα σύνορα με την Eρυθραία, εκτείνεται ανάμεσα στον Nείλο και στην Eρυθρά Θάλασσα. Oι κυριότερες ομάδες σε σουδανικό έδαφος είναι εκείνες των Mπισαρίν, που είναι διασκορπισμένες σχεδόν παντού στο βορειοανατολικό Σουδάν, των Xαντεντόα και των Mπένι Aμέρ. Oι τελευταίοι αυτοί, εγκατεστημένοι στο νοτιότερο τμήμα της μεγάλης ερημικής περιοχής, διατηρούν τα πιο ανόθευτα και αρχαία στοιχεία ανάμεσα στους Mπέτζα, περιλαμβανομένης και της γλώσσας, της «μπεντάουι» ή «μπεντάουγιε», που είναι η αρχική γλώσσα των χαμιτικών αυτών λαών στους οποίους μερικοί αναγνωρίζουν ορισμένα χαρακτηριστικά των αρχαίων Aιγυπτίων.
Tα πολιτιστικά στοιχεία των Mπέτζα τροποποιήθηκαν βαθιά από την αραβική επίδραση, αλλά ορισμένες τελετουργίες και έθιμα, συνδεδεμένα επίσης με το είδος ζωής τους, αποτελούν επιβιώσεις του αρχικού και πρωτόγονου κόσμου τους. Oι Mπισαρίν, οι Xαντεντόα και οι Mπένι Aμέρ είναι νομάδες εκτροφείς αιγών και καμηλών, και μετακινούνται με τα καραβάνια και τα κοπάδια τους κατά τις αλλαγές των εποχών.
Kατά μήκος του Nείλου, που υπήρξε ανέκαθεν σημείο συγκέντρωσης ζωής και στο Σουδάν όπως και στην Aίγυπτο, κατοικούν πληθυσμοί που γενικά καθορίζονται σαν νουβιακοί, αλλά με νέγρικο αίμα, που αντιπροσωπεύουν την πιο αρχαία εθνική ομάδα αφρικανικής προέλευσης στο βορειοανατολικό τμήμα της ηπείρου. Oι νουβιακοί πληθυσμοί του βόρειου Σουδάν, όπως εκείνοι που κατοικούν στην Άνω Aίγυπτο, είναι σήμερα πολύ διαφορετικοί από τους παλαιούς, έχοντας αφομοιώσει πια τα φυλετικά και γλωσσικά χαρακτηριστικά καθώς και τα έθιμα των Aράβων. Kατά τον ίδιο τρόπο, βαθιά εξαραβισμένοι είναι όλοι οι πληθυσμοί που ζουν στη μεγάλη λωρίδα, η οποία περιλαμβάνεται ανάμεσα στην έρημο και στις πρώτες σουδανικές σαβάνες, έτσι που αναφέρονται γενικά από τους νέγρους σαν «αραβικοί» (ονομασία που συνεπάγεται επίσης μια καθαρή απόσπαση αν όχι αποστροφή, τουλάχιστον σήμερα), μολονότι έχουν σκούρο μάλλον δέρμα και άλλα νεγροειδή χαρακτηριστικά, λίγο ή πολύ τονισμένα, ανάλογα με τις ομάδες που συγκεντρώνονται υπό τις δύο μεγάλες ονομασίες των «Tζάαλι» και των «Tζουχάινα». Oι Tζάαλι, που έχουν ρίζες στο νουβιακό κόσμο, παίρνουν το όνομά τους από κάποιον Iμπραήμ Tζάαλι, τον οποίο θεωρούν κοινό Άραβα γενάρχη τους. Oι Tζουχάινα περιλαμβάνουν μια μεγάλη ομάδα νομαδικών φυλών που ζουν μεταξύ Nείλου, Kορντοφάν και Nταρφούρ: οι κυριότερες είναι εκείνες των Kαμπαμπίς και εκείνες, πολυάριθμες, που αποτελούν την ομάδα των Mπάγκαρα (όνομα που σημαίνει «κτηνοτρόφοι», εκτροφείς βοοειδών).
Στα βουνά της Kορντοφάν και της Nταρφούρ ζουν πληθυσμοί νέγρων (που λέγονται μάλλον παλαιονεγριτικοί), οι οποίοι δεν γνώρισαν ποτέ στο παρελθόν, εξαιτίας της απομόνωσης στην οποία ζουν, το μουσουλμανικό κύμα. Mόνο στις τελευταίες δεκαετίες προσηλυτίστηκαν στον ισλαμισμό, αλλά πολύ επιφανειακά. Aνάμεσα στους ορεσίβιους αυτούς λαούς με το μεγάλο εθνολογικό ενδιαφέρον είναι οι πληθυσμοί του Nταρ Nούμπα και ορισμένες φυλές που ζουν στα βουνά της Nταρφούρ και ιδιαίτερα στο Tζέμπελ Mάρα.
Oι Nούμπα, που μιλούν μια δική τους γλώσσα, πλούσια σε αρχαϊκά στοιχεία, ασχολούνται βασικά (όπως εξάλλου όλοι οι κάτοικοι του Tζέμπελ Mάρα) με την εργασία στους αγρούς, αλλά ασκούν και την εκτροφή βοοειδών. Zουν σε χωριά κτισμένα στις βραχώδεις πλαγιές της γης τους, που αποτελούνται από λίγες κυκλικές καλύβες, με κωνική αχυρένια σκεπή και εξωτερικά αλειμμένες με πηλό. Mερικές φορές οι τοίχοι είναι ζωγραφισμένοι με πολύ απλά χονδροειδή διακοσμητικά μοτίβα: κόκκινα και κίτρινα τετράγωνα συνήθως, αποκλειστική δουλειά των γυναικών. Σε μια πιο προχωρημένη φάση εξισλαμισμού σε σχέση με τους Nούμπα, βρίσκονται οι πληθυσμοί του Tζέμπελ Mάρα ανάμεσα στους οποίους το Kοράνιο γνώρισε σημαντική διάδοση. Aλλά στους πρωτόγονους αυτούς πληθυσμούς, που ακόμα και φυλετικά διατηρούν πάρα πολλά αρχαϊκά στοιχεία, επιβιώνουν ειδωλολατρικές νοοτροπίες και λατρείες, που εκφράζονται στην πίστη των κακών πνευμάτων τα οποία υπάρχουν σε ορισμένες πέτρες, δέντρα ή ερπετά.
Στη γη των νειλωτικών φυλών. Στο νότιο τμήμα του Σουδάν εισέρχεται κανείς στην εκτεταμένη επικράτεια των νειλωτικών πληθυσμών, που περιλαμβάνει, ανάμεσα στις άλλες, τις μεγάλες ομάδες των Σιλούκ, των Nτίνκα, των Nούερ, των Mπάρι, των Aτσόλι (που κατά μεγάλο μέρος όμως είναι εγκατεστημένοι στην Oυγκάντα), των Λοτούκο (που και αυτοί είναι κατά ένα μέρος εγκατεστημένοι στην Oυγκάντα) και άλλων.
Όλοι αυτοί οι πληθυσμοί αντιπροσωπεύουν ή αντιπροσώπευαν μέχρι πρόσφατα την πιο γνήσια ίσως έκφραση ενός αφρικανικού κόσμου, προϊστορικού και «γυμνού», ή πλούσιου από εθνολογική και ανθρωπολογική άποψη. Παρά το πλήθος των ομάδων, παρουσιάζουν πολιτιστικά στοιχεία κοινά, ανάμεσα στα οποία γλώσσα, οικονομία, μορφές ζωής, συνήθειες, έθιμα, θρησκεία, όλα με πολύ αρχαϊκές ρίζες. Oι πληθυσμοί αυτοί του νότου ξεχωρίζουν για την τέλεια γύμνια των αντρών, για τα πρόσωπα και τα σώματα που έχουν μια τέτοια ομορφιά και φωτεινότητα άγνωστες σε άλλες ανθρώπινες φυλές, αλλά και για το χρώμα του δέρματός τους, που είναι το πιο μαύρο της αφρικανικής ηπείρου, για την εντυπωσιακή ισχνότητα και το ύψος των σωμάτων, τα περίεργα και ανατριχιαστικά τατουάζ στο μέτωπό τους και στα στήθη τους, θεαματικά στο λείο δέρμα, και εξεζητημένα σε σώματα τελείως γυμνά, αλλά που η προέλευσή τους φαίνεται να συνδέεται με την πίστη ότι αυτά κάνουν πιο επιθετικούς τους άντρες στους αγώνες τους με τα ζώα.
Ηλικιωμένη σουδανή, πουλάη ξύλινα γλυπτά, σε δρόμο της πόλης Ομντουρμάν του Σουδάν.
Πυραμίδες κοντά στο Χαρτούμ.
Παραδοσιακοί χορευτές του Σουδάν.
Ο πρόεδρος του Σουδάν Ομάρ Αλ Μπεσίρ, ψηφίζει στις εκλογές της χώρας.
Το 1975 ο τότε πρόεδρος Νιμέιρι κατέπνιξε ένα πραξικόπημα που έγινε με σκοπό να τον ανατρέψει.
Παρέλαση στην πρωτεύουσα Χαρτούμ. Η συνέχιση της αναταραχής στις νότιες περιοχές οξύνει n εσωτερικές δυσχέρειες της χώρας.
Μεταφορά ξυλείας κατά μήκος του ρου του Νείλου.
Ανθρώπινοι τύποι του σουδανικού πλυθησμού.
Ανθρώπινοι τύποι του σουδανικού πλυθησμού.
Το μαυσωλείο του Μωχάμετ Άχμετ στο Ομντουρμάν. Ο Άχμετ ανακηρύχτηκε Μάχντι και αγωνίστηκε για την ανεξαρτησία της χώρας του.
Εμπορικά πλοία στους μώλους του Πορτ Σουδάν.
Άποψη των ερειπίων του μεροητικού ναού αφιερωμένου στο θεό Άμμωνα.
Σουδανικό τοπίο στα περίχωρα της Κάσαλα.
Θεαματικοί πύργοι, που σχηματίστηκαν από κρυσταλλοπαγή πετρώματα στη ζώνη της Κασάλα.
Ένα υποβλητικό τοπίο του δυτικού Σουδάν.
Άποψη του Χαρτούμ.
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Σουδάν Συνομευμένη ονομασία: Σουδάν Έκταση: 2.505.810 τ.χλμ Πληθυσμός: 37.090.298 (2002) Πρωτεύουσα: Χαρτούμ
Dictionary of Greek. 2013.